Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Ζωή κατά διαόλου...

 

Χθες στον ύπνο μου ήρθε ο μακαρίτης ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Αλλά όχι ο Λειβαδίτης της πρώτης περιόδου της ζωής του. Όχι ο στρατευμένος ιδεολόγος, ο αγωνιστής, ο εξώριστος. Αλλά ο ώριμος Λειβαδίτης. Αυτός της ενδοσκόπησης, του απολογισμού, της περισυλλογής...
"Τάσο", του λέω, "γράφω ένα ποίημα για τη ζωή μου, μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις λιγάκι;".
Και το πρωί σαν ξύπνησα βρήκα στο κομοδίνο μου το παρακάτω...
Τα βράδια οι φίλοι μου
στα καπηλειά μ’ αναζητούν
Βρίσκουν μόνο ένα ποτήρι τσίπουρο
σιγά-σιγά ν’ αδειάζει μοναχό του.
Αλλά δεν φταίω εγώ που πάντα ανήκα
στην πίσω μεριά της ζωής...

Με τις συνεχείς αναβολές -όλο αύριο κι αύριο-
έμεινα για πάντα δωδεκάχρονο!
Θυμάμαι, στα δώδεκα,
μ’ έστειλε η μάνα μου κάτι να πάρω απ’ τον φούρνο.
Στο γυρισμό -ειν’ αλήθεια-
χαζολόγησα λίγο παραπάνω.
Και μόλις έστριψα στο στενό
δεν υπήρχε ούτε σπίτι ούτε νεότητα πλέον...
 
Κι όμως, κάθε πόρτα π’ ανοίγω
με οδηγεί στα παιδικά μου χρόνια.
Τότε, που όταν έβρεχε 
μάζευα τις πέτρες του δρόμου
και τις έβαζα στο υπόστεγο να μην κρυώσουν!
 
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας
βλέπω πως είμαι ένας άλλος!
"Ανοησίες", σκέφτηκα, "δεν συμβαίνουν αυτά"!
Αλλά ντύθηκα και πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα.
"Κάποιοι θέλουν να με αντικαταστήσουν!", τους είπα.
Με κοίταξαν αδιάφοροι...
"Τουλάχιστον δώστε μου μια καινούργια ταυτότητα!",
ικέτεψα.
Ποιος είμαι;
Γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
 
"Μητέρα", ρώτησα κάποτε,
"πού μπορώ να βρω λίγο νερό για τ’ άλογό μου;"
"Μα δεν βλέπω κανένα άλογο!"
"Κι εσύ μητέρα;"

Ηττήθηκα!
Τι να ’φταιξε άραγε;
Προσβολές που ’κανα πως δεν τις κατάλαβα;
Μεγάλες αποφάσεις
που σε λίγο τις έθαψε ο ύπνος;
Μεγάλα λόγια που φωνάζαμε στους δρόμους;
Μικρές αλήθειες,
που ’κρυψα απ’ τον εαυτό μου;
Ανόητα πείσματα
όταν χρειαζόταν μόνο μια μικρή συγγνώμη;

Ο χρόνος έγινε για να κυλάει.
Ο έρωτας για να τελειώνει.
Κι η ζωή για να πηγαίνει κατά διαόλου!

Ήρθαν στιγμές που φοβήθηκα 
πως θα χάσω το μυαλό μου.
Αλλά με έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά
που κάθε βράδυ υφαίνει υπομονετικά τον ιστό της
κι ας τον χαλάει κάθε πρωί το παράθυρο που ανοίγει...

Όμως όλα τελειώνουν κάποτε.
Λοιπόν, αντίο!
Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφούν ποτέ...

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες...

 

Γνωριστήκαμε με πολύ συνηθισμένο τρόπο.
"Πώς είπαμε πώς σε λένε;", τη ρώτησα.
"Δεν είπαμε τίποτα! Γιάννα...".
Την κέρασα μια μπύρα κι άρχισε να μου λέει διάφορα... Πως τ’ κανε όλα πουτάνα στη ζωή της. Για τους γέρους της που θέλουν να την παντρέψουν μ’ έναν μαλάκα. Για τις σπουδές και την καριέρα της που τα παράτησε όλα στη μέση. Για το παιδί που δεν έκανε. Τη ζωή της που δεν την πήγε πουθενά. Ότι πληρώνει τα λάθη των άλλων...
Αυτές τις κουβέντες τις έχω ακούσει από δεκάδες γκόμενες. Καλά, στο ίδιο σχολείο πηγαίνουν όλες; Οπότε αποφάσισα να της απαντήσω με τον ίδιο κλασικό τρόπο. "Στη ζωή μπαίνουμε με δική μας ευθύνη Γιάννα μου... Παίρνουμε ό,τι μας αξίζει!"
Έχουμε αράξει στο μπαλκόνι του εξοχικού της, λίγο πριν το Σούνιο. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Κάθομαι και χαζεύω τις κατσαρίδες που κάνουν παρέλαση στον τοίχο. Γενικώς πέσαμε στη μούγκα. Είμαι σίγουρος πως το μετάνιωσε ήδη που με έφερε εδώ πέρα. Πιάνει ψύχρα και μπαίνουμε στο δωμάτιο. 
Στρίβει ένα τσιγάρο απ’ αυτά που ζαλίζουν και ελέφαντα. Με πιάνει πονοκέφαλος. Στρίβει κι άλλα. Το δωμάτιο είναι μες στο ντουμάνι. Μου φαίνεται πως βλέπω ένα σκυλί Δαλματίας να τινάζεται και να σκορπάν όλες οι βούλες του.
Στη μαστούρα μου αρχίζω να απαγγέλλω στίχους του Έλιοτ... "Μπορείς να σπρώξεις τη στιγμή στο τελικό της σημείο;". Ξαφνικά μπουκάρει μια ριπή αέρα και το δωμάτιο γεμίζει κουρτίνα. Θέλω να την κάνω άμεσα για την Αθήνα...
Αλλά η Γιάννα άρχισε να μου κάνει κορδελάκια. Για μια στιγμή βρεθήκαμε στο κρεβάτι της. "Δεν είμαι τύπος για δεσμούς", της ξηγιέμαι. "Ντάξει", μου λέει, "δεν υπάρχει πρόβλημα!". Αλλά μάλλον υπήρχε πρόβλημα γιατί άρχισε ξαφνικά να κλαίει. 
Εγώ αρχίζω να καταστρώνω σχέδιο απόδρασης. Αλλά η Γιάννα με ξαναπλησιάζει κι αρχίσει να μου χαϊδεύει το καβάλο. "Τι τρέχει;", τη ρωτάω. "Δε γουστάρω να με πηδήξεις αν δεν μ’ αγαπάς", μου λέει. "Αν μ’ αγαπάς, εντάξει. Αλλά πρέπει να μου το πεις!".
Δεν της το ’πα. Γύρισε πάλι μπρούμυτα κι άρχισε την κλάψα. Δεν περίμενα άλλο. Ντύθηκα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και πετάχτηκα στο δρόμο. Οκ, είναι περασμένα μεσάνυχτα. Αλλά κάποιος μαλάκας δεν θα σταματήσει να με πάρει;
 


Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Γκόμενες "ποζάτες" και "δεύτερες"!

Σήμερα θα μιλήσουμε για δυο τύπους γυναικών που νομίζω πως είναι διαχρονικοί  και δεν θα πάψουν να "παίζουν" ποτέ. 
Ο πρώτος είναι οι οιναίκες-"φονιάδες". Αυτές που για να ερωτευτούν έναν άντρα πρέπει ο τραπεζικός του λογαριασμός να έχει πολλά μηδενικά. Αλλά δεν μας τα τρώνε ευθέως. Τα μετατρέπουν σε ρούχα, παπούτσια, αυτοκίνητα, διακοπές κ.λπ.
Αν τις ρωτήσεις γιατί το κάνουν, θα σου που πως "οι περισσότεροι πλούσιοι δεν ξέρουν να ζήσουν"! Οπότε αναλαμβάνουν αυτές να τους διδάξουν. Με άλλα λόγια επιτελούν κοινωνικό έργο.
Κατά κανόνα είναι κούκλες, έξυπνες, με χιούμορ και πάθος. Αλλά κοστίζουν. Θεωρούνται πολύ ακριβό χόμπι. Στο ζευγάρι αυτές πρέπει να είναι οι όμορφες. Γιατί ο πιο όμορφος έχει το πάνω χέρι σε κάθε σχέση. 
Όχι πως οι άντρες που έχουν μαζί τους νταλαβέρια κακοπέφτουν. Αν εξαιρέσεις τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης, καλοπερνάνε. Άσε που ανεβαίνει κατακόρυφα το κοινωνικό τους κύρος. Γιατί, πώς να το κάνουμε? Αλλιώς μετράει ένας που κυκλοφορεί με πανάκριβο αυτοκίνητο και ακόμα πιο πανάκριβο κορίτσι...
Απ' την άλλη υπάρχουν και οι λεγόμενες "λαϊκογκόμενες". Οι επονομαζόμενες και "δεύτερες". Είναι η θηλυκή εκδοχή του κλαρινογαμπρού και του βαρβατουάρ. Είναι οι γκόμενες που όλοι θέλουμε να πηδήξουμε, αλλά κανείς να τις κυκλοφορήσει. Οι "δεύτερες" είναι το απωθημένο μας. Γιατί είναι αυτές που ποτέ δεν θα αποδέχονταν οι γονείς μας.
Συνήθως κάνουν εκπληκτικό σεξ αλλά μην εκπλαγείς αν αμέσως μετά γύρουν πάνω σου και σε ρωτήσουν "νταξ?". Όμως με αυτές ποτέ δεν θα κομπλάρουμε. Δεν μας κάνουν τεστ άι-κιού, δεν μας ξεπαραδιάζουν, δε νοιάζονται για την επαγγελματική μας καριέρα και τα κονέ μας στην εξουσία και, προπαντώς, πέφτουν εύκολα. 
Το μόνο δύσκολο μαζί τους είναι πως δεν μπορείς εύκολα να τις ξεφορτωθείς. Είναι κτητικές, ζηλιάρες και εκδικητικές. Ίσως το μόνο που πιάνει είναι να τους πούμε πως είμαστε γκέι!

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Αναμνήσεις απ' την "ελληνική νύχτα" (Δ' - Το μουνί στάζει αγιασμόνερο;)

 
Πριν καταρρεύσει το ανατολικό μπλοκ, το μουνί στην ελληνική ύπαιθρο ήταν σπάνιο και γι' αυτό χρυσοπληρωμένο. Στη "βαθειά επαρχεία", π.χ. Καρπενήσι κ.λπ, για να πιάσεις μπούτι έπρεπε να παντρευτείς. Αυτό ήταν άλλωστε το τυράκι στη φάκα που είχε στήσει η κοινωνία στους μακρούς αιώνες του μεσαίωνα. Αν το μουνί ήταν εύκολο και φτηνό, ποιος άντρας θα παντρευόταν;
Γι' αυτό τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90 η επαρχία μας ξεσάλωσε κυριολεκτικά. Και τι δεν είδαν τα ματάκια μας στα σκυλάδικα και στα κωλόμπαρα. Τραπέζια να εκσφενδονίζονται από μεθυσμένους ή μαστουρωμένους θαμώνες, μπουκάλες στον αέρα, καμιά δεκαριά άντρες να παίζουν κλωτσοπατινάδα για τα μάτια μιας χαμούρας κι η ορχήστρα να παίζει ατάραχη με το αφεντικό να τους φωνάζει "μη φοβάστε κανέναν πούστη!"...
Στους γεμάτους από αμαρτία και αλκοόλ χώρους οι άνθρωποι απελευθέρωναν τα ένστικτά τους. Εκεί έλεγαν και έκαναν όσα δεν μπορούσαν να πουν στις μανάδες, στις γυναίκες τους, ακόμα και στους κολλητούς τους. Εκεί μέσα έβγαζαν τις καταχωνιασμένες παράνομες επιθυμίες τους. Και λυτρώνονταν. Ήταν ένα είδος εξομολογητηρίου. 
Ο μαντράχαλος έχει σουρώσει εντελώς και θυμάται τα φτωχά παιδικά του χρόνια που δεν είχε να πάρει παπούτσια. Και τώρα γουστάρει να πουλήσει μόστρα κυκλοφορώντας με το καλύτερο μουνάκι του μπαλέτου. Γιατί, πώς να το κάνουμε; Όταν έχεις δίπλα σου ωραία γκομενάκια είναι απόδειξη ισχύος. Κι όλοι σου κάνουν τεμενάδες...
Όταν η μόνη γκόμενα που έριξες στη ζωή σου ήταν η γυναίκα σου, το να κυκλοφορήσεις στην πιάτσα με "καλλιτέχνιδα" σε κάνει να αισθάνεσαι "βασιλιάς". Γίνεται η ντόπα σου, η πρέζα σου. Παθαίνεις μεγάλη εξάρτηση. Και είσαι αποφασισμένος να το πληρώσεις όσο-όσο. 
Και φυσικά πρέπει να μάθουν όλοι ότι την πήδηξες και πώς την πήδηξες και με κάθε... ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Άκουσα κάποιον να λέει... "την έγλειψα απ' την κορυφή ως τα νύχια... το μουνάκι της έσταζε αγιασμόνερο!".
Κάπως έτσι εξηγείται που ολόκληρες περιουσίες εξανεμίστηκαν σε τέτοιες καταστάσεις. Ο αγρότης έπαιρνε το πρωί το αγροτικό δάνειο ή την επιδότηση και το βράδυ το κατέθετε στα πόδια της γκόμενας...

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ένα τραγούδι είν' η ζωή μου (ΙΔ ' - Όταν χάνει η ομάδα σου, συννεφιάζει η Κυριακή!)

1948. Είκοσι χρόνια πριν γεννηθώ. Σκληρή χρονιά. Ο εμφύλιος κορυφώνεται. Και η οικογένειά μου ζει μια τργωδία. Ο συνωνόματος παππούς μου καταδικάζεται απ' το Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας και εκτελείται αρχές Αυγούστου. 
Αργότερα έμαθα από αυτόπτες μάρτυρες πως ο Βασιλικός Επίτροπος τον ρώτησε στη δίκη αν ήταν πράκτορας της Μόσχας. Ο εντελώς αγράμματος παππούς μου, που φυσικά δεν ήξερε καμία άλλη πόλη εκτός απ' το Καρπενήσι και τη Λαμία, απάντησε αγανακτισμένος: "μα ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Μοσχούλα?". Νόμιζε πως Μόσχα ήταν γυναικείο όνομα...
Κατά διαβολική σύμπτωση αυτό το κουσούρι το έχω κι εγώ. Μπερδεύω τα ουσιαστικά με τα κύρια ονόματα. Κάποτε ήμουν με μια κουλτουριάρικη παρέα που συζητούσαν φιλοσοφικά ζητήματα και συγκεκριμένα για τις δυο αντίρροπες ρυθμιστικές δυνάμεις του σύμπαντος, που κατά τον Εμπεδοκλή ήταν το Νείκος, δηλαδή η έχθρα, και η Φιλότης, δηλαδή η φιλία. Κάποια στιγμή χώθηκα κι εγώ στη συζήτση ρωτώντας ... μα ποιοι είναι τέλος πάντων αυτός ο Νίκος κι ο Φιλώτας?
Το 1948, λοιπόν, ο Τσιτσάνης γραμμοφωνεί το γνωστό ρεμπέτικο Συννεφιασμένη Κυριακή. Ο ίδιος διαβεβαίωνε πως το έγραψε μόνος του στα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Υποτίθεται πως το εμπνεύστηκε από το θέαμα ενός εκτελεσμένου παλικαριού μια μαύρη κατοχική νύχτα. Έλα όμως που κάποιος συμπατριώτης του επέμενε πως έγραψε εκείνος τους στίχους? Και πως τους εμπνεύτηκε μια Κυριακή που γύριζε απ' το γήπεδο όπου η τοπική ομάδα των Τρικάλων είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα!
Την ίδια χρονιά, 1948, έχουμε κι άλλα γεγονότα. Φτάνει στην Ελλάδα ο αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλιτ για να ηγηθεί ουσιαστικά του αντικομμουνιστικού αγώνα. Στη Σαλονίκη βρίσκεται να επιπλέει το πτώμα του αμερικάνου δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, δεμένο πισθάγκωνα. Κι η Ελλάδα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αφού ενσωματώνονται στις 7 Μαρτίου τα Δωδεκάνησα.