Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Κατακαλόκαιρο στις πιάτσες της Αθήνας (ΣΤ’ - Ο Μπαμπινιώτης της μαγκιάς)



Αβαντάρω: βοηθάω κάποιον να κάνει μια βρομοδουλειά. Αφορά κυρίως τους συνεργάτες των παπατζήδων που ποντάρουν για να παρασύρουν τους αγαθομούνηδες.
Αβέρτα-κουβέρτα: απεριόριστα, τα πάντα όλα.
Ακούμπα: το παράνομο ενεχυροδανειστήριο.
Αλεπουδιάρης: το λαμόγιο, ο σκατόμυαλος.
Ανθίζομαι: ψιλιάζομαι, μυρίζομαι την βρομοδουλειά.
Αρρωστάκι: ο πρεζάκιας. Γενικά, ο κάθε κολλημένος με οτιδήποτε.
Γαλατού: το μπατσικό.
Γιασάν: επιφώνημα επιδοκιμασίας. Κάτι σαν "μπράβο". Γιασάν ο μάγκας.
Γίγαντες: οι εξάρες στο μπαρμπούτι.
Γκον: αγγλική λέξη που σημαίνει "τύφλα στο μεθύσι". Από παραφθορά το λέμε "γκολ".
Ζητιανόξυλο: το μπουζούκι του ρεμπέτη. Οι ρεμπέτες δεν είχαν καλή φήμη στον κόσμο της μαγκιάς.
Κάσμπα: αραβική λέξη που σημαίνει "παλάτι". Αλληγορικά δηλώνει την μπουρδελοπεριοχή.
Κεχρί: το μουνί. Εκεί που έχουμε συνεχώς το μυαλό μας.
Κουμάρι: το ποτήρι που βάζουμε τα ζάρια στο μπαρμπούτι για να μην τα "τσιμπάνε" οι επιτήδειοι.
Κούφιο: το πιστόλι, λόγο του κενού της θαλάμης του.
Κώλος ή βουτυρόκωλος: ο λεφτάς, ο καλομαθημένος.
Μαλλί: τα λεφτά.
Μανίκι: το άγριο πήδημα, το ξέσκισμα.
Μανουριάζω: τα παίρνω στην κράνα, τσαντίζομαι άγρια.
Μαχαλόμαγκας: ο τοπικός μάγκας, που η φήμη του δεν ξεπέρασε τα όρια της συνοικίας.
Μέγκλα: απ’ το μέιντ ιν ίνγκαλντ. Το ποιοτικό, το τέλειο.
Μινάρας: ο μαλάκας, ο αυνανιζόμενος που δεν του κάθεται μούνος.
Μπάμια: το στριφτό τσιγαριλίκι.
Μπαρμπούτσαλα: τα πειραγμένα ζάρια, τα παραμύθια, τα ψέματα.
Μπομπάρδα: η χοντροκώλο γκόμενα, η ξοφλημένη πουτάνα.
Περιστέρι: ο επιδειξίας, που δείχνει το πουλί του αβέρτα.
Πουστόμαγκας: ομοφυλόφιλος μεν αλλά νταής και επικίνδυνος.
Σελέμης: ο ζήτουλας, τρακαδόρος, τζαμπατζής, το παράσιτο.
Σιδερωμένος: αυτός που κυκλοφορεί με όπλο (σιδερικό).
Τσουρνεύω: ξαφρίζω, κλέβω με μαεστρία.
Χάβαρο: το μουνί που μοιάζει με στρείδι.
Χαμομήλω: το πιστόλι που σε στέλνει στον τάφο με τα χαμομήλια.
Χατζατζάρης: το πειραγμένο ζάρι, το πλαστό χαρτονόμισμα. κάθε τι ψεύτικο.
Χυσαμόλι: ένα μείγμα υγρού από πολλά αντρικά χύσια. Λέγεται για τα νοθευμένα ποτά.
Ψειρίζω: κλέβω κάποιον ή τον ψάχνω παντού μέχρι και στο σώβρακο.
Ψουψού: η πειστική κωλόγρια που ψήνει τα κοριτσόπουλα να πουτανέψουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου