Χθες Παρασκευή ήταν η μέρα μου.
Απ’ αυτές τις σπάνιες μέρες της ζωής σου που πέφτεις απ’ τον βράχο της Ακρόπολης, στέκεσαι όρθιος και βρίσκεις και πορτοφόλι τίγκα στο "λάχανο"...
Ο κολλητός μου ο Πακιστάν έχει περίπτερο στην πλατεία Κουμουνδούρου. Φαγώθηκε να με πείσει να πάω στην αναπαράσταση του εθίμου τ’ Άι-Γιάννη του Κλείδωνα!
Κάτι τέτοια τα βαριέμαι. Αλλά αυτό το "έλα ρε μαλάκα κι όλες οι μπύρες κερασμένες!" ήταν πολύ αφοπλιστικό!
Οκ, δεν είμαι τόσο γούρουνος να πιω τζάμπα τις μπύρες του φίλου μου. Φτωχόπαιδο είναι, ξέρω τι ζόρια τραβάει, έχει και 12 χρόνια να πάει στην πατρίδα του...
Τελικά πήγα, άραξα στο μικρό θεατράκι της πλατείας κι άνοιξα την πρώτη Βεργίνα. Και ταυτόχρονα άρχισαν όλα τα παράδοξα.
Κατ’ αρχήν, μ’ έναν μαγικό τρόπο, άρχισαν να μαζεύονται γύρω μου όλα τα ζώα της πλατείας. Κοπρόσκυλα, γάτες, περιστέρια, κοτσύφια, μέχρι και μία χελώνα! Όλος ο κόσμος με κοιτούσε σαν ούφο. Ένα το κρατούμενο.
Ανοίγω τη δεύτερη Βεργίνα και περνάει από μπροστά μου η κυρία της λαχειοφόρου. Δίνω ένα ευρώ, παίρνω έναν λαχνό, σε λίγο κληρώνομαι και κερδίζω ένα βιβλίο των εκδόσεων της Εστίας.
Ανοίγω την τρίτη Βεργίνα και φυσάει ένα ξαφνικό αεράκι και τσουπ ένα εικοσάευρω έρχεται απ’ το πουθενά και κολλάει στο στήθος μου! Το ξέρω, ακούγεται απίστευτο, αλλά συνέβη...
Μαλάκας δεν είμαι, κατάλαβα πως η βραδιά είχε κάτι το μαγικό για μένα...
Στην τέταρτη Βεργίνα αρχίζουν ν’ ανάβουν κι οι φωτιές. Τ’ αλάνια κι η μαρίδα του Μεταξουργείου άρχισαν να πηδάνε πάνω απ’ τις φλόγες.
Σε λίγο ρίχνουν μέσα κάτι μαγιάτικα στεφάνια κι η φλόγα κορώνει. Φτάνει τα δυο μέτρα. Κοιτάω τον δικό μου και του φωνάζω: "όρμα ρε!".
Το Πακιστανό είχε μεταμορφωθεί σε Σουηδάνο! Κάτασπρος απ’ τον φόβο του. Άϊσταδιάλα σκουρέλια, καλά σας κάνουν οι αποικιοκράτες και σας ξεκολιάζουν! Χέστες!
Ξυπνάει μέσα μου το αρβανίτικο. Σαμουήλ, Κούγκι, Ανδρούτσος, Γκούρας, Κολοκοτρώνης...
Στο μεταξύ άρχισαν κι οι τσαμπούνες, ένιωσα να εκστασιάζομαι.
Πετάω το κοντομάνικο που ήταν συνθετικό και μπορούσε ν’ αρπάξει, μένω γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, παίρνω φόρα και βρρρουμμμμ περνάω σφαιράτος μέσα απ’ τη φωτιά.
Νιώθω σαν ένα ζεστό χάδι να με τυλίγει. Καυλώνω.
Το ξανακάνω πολλές φορές. Δεν τσουρουφλίστηκε ούτε πουτσότριχα! Μέσα μου παίρνω την απόφαση να συμμετάσχω και στ’ Αναστενάρια.
Γύρω τα φλας των τουριστών δίνουν και παίρνουν. Έγινα το θέμα της ημέρας.
Η άκρη του ματιού μου πιάνει δυο καταπράσινα μάτια να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Δυο μάτια σ’ ένα πανέμορφο πρόσωπο μ’ ένα κολασμένο κορμί. Ήμουν ο ήρωάς τους...
Οι τρίχες στο στήθος μου σηκώνονται κάγκελο. Αποφασίζω αμέσως να μην προκαλέσω άλλο την τύχη μου απόψε. Ο Άι-Γιάννης ο Κείδωνας δεν αστειεύεται. Παντρεύει και τους απάντρευτους!
Έτσι όπως είμαι, χωρίς καν να ξαναφορέσω το μπλουζάκι μου, κόβω στο στενάκι της Κραναού και βουρ μέσω Ψυρρή για Μοναστηράκι.
Στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό συνειδητοποιώ πως έχω μια απίστευτη στύση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου