Κάποτε οι Κυριακές μου ήταν αποκλειστικά γήπεδο και Θρύλος. Τώρα που μεγάλωσα έχουν κάπως εμπλουτιστεί.
Κάποιοι λένε πως έγινα συντηρίκλα, πως κατά βάθος άρχισα να γουστάρω την οικογενειακή ζωή, πως άρχισα να ξοφλάω...
Συνήθως τις Κυριακές ξυπνάω πολύ νωρίς. Και νιώθω πως ζω μέσα σ’ ένα ξένο πρωινό.
Ετοιμάζω τον πιο γλυκό καφέ χωρίς ζάχαρη, κάθομαι στο παράθυρο, αγναντεύω τη θέα και κάνω διάφορα τολμηρά επιχειρηματικά σχέδια. Όπως, π.χ., να εμφιαλώσω αέρα κοπανιστό...
Πριν τις 12 πάω στο ουζερί της πλατείας Θεάτρου. Μ’ αρέσει έτσι άδειο κι αμίλητο που ’ναι αυτή την ώρα.
Έχει μια κατάθλιψη που αν κάτσεις λίγο παραπάνω θα μεθύσεις, δεν γίνεται αλλιώς...
Κουνάω τα παγάκια στο ουζοπότηρο, έτσι για ν’ ακουστεί το κουδούνισμα. Και φοράω τη μπουφανιά με ειδικό τρόπο ώστε να μη φαίνονται τα καψίματα απ’ τις γόπες.
Αμίλητος σαν τον Βούδα παρακολουθώ τα ‘ναυάγια‘ να παρελαύνουν. Εδώ τα χρόνια κι οι ώρες έχουν καταδικαστεί ισόβια κι οι θαμώνες παλεύουμε να τα λευτερώσουμε...
Κάποιος προσπαθεί να μου πει κάτι αλλά μετά το τρίτο καραφάκι ψιλοχάνω επαφή. Εκείνος επιμένει. Το Χριστό του... θα πρόκειται για κάτι σπουδαίο για να μην με αφήνει στην ησυχία μου...
Στο σημείο που τα βλέπω όλα μέσα από μια ιδιωτική ομίχλη και αφαιρώ τις περιττές λεπτομέρειες απ’ το οπτικό μου πεδίο, έρχεται κι εκείνη.
Δεν έχει σταθερή ώρα, αλλά πάντα κάθε Κυριακή θα έρθει. Τελικά, είναι η μόνη παρουσία που σώζει την παρτίδα. Που κάνει τη Δευτέρα, που πλησιάζει λεπτό με λεπτό, λιγότερο τρομαχτική.
Μοιάζει με κύκνο που ήρθε στο κωλοχανείο της ζωής μου για να την ομορφύνει κι όχι να την χορτάσει.
Μέχρι πρόσφατα ένιωθα προδομένος απ’ την κωλοκοινωνία που μπορεί και τα βγάζει πέρα και χωρίς εμένα. Αλλά όταν έπεσε στο δρόμο τούτο το "κυκνάκι" εξαφανίστηκε από το στόμα μου η γεύση του χαλασμένου γλυκού...
Αν δεν την είχα, μόλις σουρούπωνε θα τράβαγα κατά το σταθμό Λαρίσης μήπως κι έπεφτα πάνω σε κανένα άστεγο γυναικάκι, ελπίζοντας να συμπέσουν τ’ ασύμπτωτα.
Θα την πάγαινα σε κάποιο απ’ τα παράνομα ξενοδοχεία της περιοχής, με σεντόνια σταμπαρισμένα από μπαγιάτικο σπέρμα, που μυρίζουν απορρυπαντικό.
Ζώντας μίζερη ζωή είναι επόμενο να ερωτεύεσαι και μίζερα. Γρήγορο γδύσιμο μέσα στην παγωνιά, κουκούλωμα με μουχλιασμένες κουβέρτες, άτσαλο σμίξιμο...
Κάποτε τις Κυριακές έλεγα πότε επιτέλους να ξημερώσει να τελειώνουμε και μ’ αυτή τη μέρα.
Αλλά τώρα, με το "κυκνάκι", άλλαξε η ζωή μου. Δεν έχω σκοπό να ξανακάνω έρωτα σε σκουπιδότοπους. Έπαψα να αισθάνομαι σαν ένα σκουπίδι, έστω κι αγαπημένο σκουπίδι (υπάρχουν και τέτοια).
Το τρυφερούδι κάθεται απέναντί μου, το κερνάω μπυρίτσα, την ρουφάει ηδονικά σταυρώνοντας και ξεσταυρώνοντας τα πόδια. Αυτά τα ψαλιδόμπουτια πολύ με καυλώνουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου