Άρχιζα να καταλαβαίνω τον κόσμο όταν στην Ελλάδα κυριαρχούσε ο Αντρέας Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ, ο σοσιαλισμός.
Αλλά διεθνώς είχε αρχίσει η μεγάλη αντεπίθεση του νεο-φιλελευθερισμού. Της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Η σκατόψυχη Θάτσερ ήθελε να εξαφανίσει τους εργάτες, τους ανθρακωρύχους και γενικά κάθε τι αριστερό. Μα πάνω απ’ όλα μισούσε τ’ αλάνια τους φτωχοδιάβολους.
Τους έφηβους των εργατουπόλεων, τους ιδεολογικά αδιάφορους, αλλά ασυνείδητα αντι-συστημικούς. Που οι ορμόνες χτύπαγαν κόκκινο κι αντί να ξεσκίζουν μουνιά την έβρισκαν σπάζοντας βιτρίνες και κεφάλια αντίπαλων οπαδών...
Η ποδοσφαιρική βία δεν ήταν κάτι καινούργιο στην αγγλική κοινωνία. Ακόμα και στα προπολεμικά χρόνια οι συμπλοκές των οπαδών της Γουέστ Χαμ και της Μίλγουολ ξεκινούσαν την Κυριακή το πρωί και τερματίζονταν Κυριακή βράδυ.
Το ποδόσφαιρο ανέκαθεν προκαλούσε ανατριχίλες στον αντρικό πληθυσμό. Ήταν ένας "τρόπος ζωής". Κάτι που οι "απ’ έξω" ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν.
Δεν είναι μόνο 22 παίχτες που κυνηγάνε ένα τόπι στο γρασίδι. Είναι διαδικασία ενηλικίωσης. Μυσταγωγία, κοινωνικοποίηση, ξεφάντωμα, έξαψη, απόκτηση ταυτότητας, οικοδόμηση συντροφικών σχέσεων. Είναι ίσως το σημαντικότερο κομμάτι της εφηβικής μας ζωής.
Η Θάτσερ κι οι μεγαλοπαράγοντες των αγγλικών ομάδων ήθελαν να κατασκευάσουν ένα "νέου τύπο φιλάθλου". Υψηλού κοινωνικού και οικονομικού προφίλ, που αγοράζει εισιτήρια διαρκείας και όλα τα πανάκριβα προϊόντα της μπουτίκ, που ποτέ δεν μπλέκεται σε καυγάδες, δεν φωνάζει πολιτικά συνθήματα, κάθεται σα χάνος στην εξέδρα φορώντας τη φανέλα της ομάδας του μασουλώντας πατατάκια τσιπς.
Και το βράδυ ξαναβλέπει στον καναπέ του τις σπουδαιότερες φάσεις του αγώνα στην "Αθλητική Κυριακή" της κρατικής τηλεόρασης...
Πολλοί λένε πως η Θάτσερ δικαιώθηκε. Οι "αλήτες" απομακρύνθηκαν απ’ τα γήπεδα, το ποδοσφαιρικό προϊόν αναβαθμίστηκε, προσέλκυσε ξένους επενδυτές, η βία εξαλείφθηκε απ’ τις κερκίδες των γηπέδων, οι έδρες των ομάδων έγιναν "Σκάλες Μιλάνου"!
Όμως όλα τα παιδιά από εννιά χρονών και πάνω θέλουν να εξεγερθούν. Να νιώσουν "άντρες", να δοκιμάσουν τις δυνάμεις και τις αντοχές τους, να καταξιωθούν στις παρέες ως "σκληροί" κι "αδίστακτοι".
Θέλουν να διηγούνται τα "κατορθώματά τους" στις παμπ και στις αίθουσες των σχολείων, να μεθύσουν με την αδρεναλίνη που ανεβαίνει όταν συγκρούονται με την έφιππη αστυνομία. Καθώς τρέχουν στα στενά σοκάκια γύρω απ’ τα γήπεδα κυνηγώντας ή κυνηγούμενοι απ’ τους αντίπαλους οπαδούς.
Μπορεί οι θατσεριστές να διέλυσαν την περιβόητη "Σεντ", το σκεπαστό πέταλο των φανατικών οπαδών της Τσέλσι, αλλά τα "Βοοt boys", όπως αποκαλούνταν οι οπαδικές συμμορίες στη δεκαετία του ’70, εξακολουθούν να υπάρχουν στις παμπ, στις μπυραρίες και στα κλαμπ που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια στις γειτονιές πέριξ των γηπέδων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου