Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Ημερολόγιο αλητείας... (Δ‘) - Αιδοίο... η πύλη της ελπίδος!

Στο μπαρ οι όμορφες γυναίκες έχουν μονίμως το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω και πίσω απ’ τον ώμο μου. Εκεί ακριβώς όπου ανέκαθεν συνέβαιναν τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Απόψε πάλι έβρεξε χωρίς να το μάθω.
Τα πάντα είναι κατάκλειστα. Παράθυρα, πόρτες, άνθρωποι. Το μόνο που έχει απομείνει κάπως ανοιχτό στον κόσμο είναι το γυναικείο αιδοίο. Πόρτα ελπίδας...
Το πρόσωπο της γκαρσόνας είναι ρημαγμένο, αλλά έχει έναν υπέροχο κώλο. Κρίμα να πρέπει να δείχνει αυτό το πρόσωπο και να κρύβει (όσο τον κρύβει) έναν τέτοιο πισινό. Τα κωλομέρια της άνετα θα μπορούσαν να επιβιώσουν αυτόνομα. Καθώς σκύβει μου αποκαλύπτεται η όμορφη πλευρά του άσχημου κόσμου που με περιβάλλει...
Δεν πολυθυμάμαι πότε έφυγα, προς τα πού οδηγούσα και πώς έπεσα στο μπλόκο των μπάτσων που βρήκαν στο μικρό ντουλαπάκι του συνοδηγού κάτι φούντες.
Στο Τμήμα ο αξιωματικός υπηρεσίας έδειχνε πολύ λαρτζ. "Ώστε σ’ αρέσει η φούντα! Δεν τρέχει και τίποτα, στη μισή Ελλάδα αρέσει. Ανήκεις κι εσύ στη φουμάρουσα γενιά, οι περισσότεροι το πίνετε κάργα απ’ το λύκειο".
Ο τυπάς δεν έχει καμία σχέση με τους πιτσιρικάδες κωλόμπατσους, τους κομπλεξικούς, που με συνέλαβαν και νόμιζαν πως τσάκωσαν έναν φλώρο που μυρίζει βούτυρο και φράγκα, γιατί τέτοιος δείχνω, δεν είμαι καμιά βλογιοκομμένη σκατόφατσα του κερατά...
Αυτά τα παιδαρέλια με πήγαν και στην τουαλέτα και μου ζήτησαν να βγάλω το σώβρακο να δουν μπας κι έκρυβα κι άλλο χόρτο στ’ αχαμνά μου. Τελικά έχει δίκιο η μάνα μου που λέει "πάντα να βγαίνεις έξω με καθαρό σώβρακο, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται"...
Ο αρχιμπάτσος συνέχιζε το χαβά του: "Όλος ο κόσμος φουμάρει, για να χαλαρώσει, να γελάσει, να μην πονάει". Εννοείται πως δεν τσίμπησα να του δείξω εμπιστοσύνη και ν’ ανοιχτώ. 
Δεν είπα κουβέντα, απλά έκατσα κι έγραψα μια απολογία, τα γνωστά... τη φούντα μού την έδωσε ένας άγνωστος σ’ ένα πάρτι, πρώτη φορά τον έβλεπα, δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά του, ήμουν πιωμένος και δεν καταλάβαινα, την έβαλα στο αυτοκίνητο κι από τότε την ξέχασα μέχρι που την βρήκαν τα καρακόλια.
Και τώρα; Πρέπει να περάσω μια νύχτα στο κρατητήριο. Χωρίς φως και θέρμανση και να πρέπει να ειδοποιείς κάθε φορά που θες να κατουρήσεις ή να χέσεις. Σίγουρα η υπερένταση και το άγχος προκαλεί και συχνουρία. Ευτυχώς μπορείς να παραγγείλεις πίτσα, αλλά τη φούντα που σου κατάσχεσαν πρέπει να την ξεχάσεις...
Τελικά η νύχτα πέρασε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Η μούχλα δεν απλώνεται παντού, το στρώμα δεν βρωμάει και τόσο, οι τοίχοι έχουν εκατοντάδες σκίτσα που τα μελετάω επισταμένως. Βέβαια υπάρχει το ξεβόλεμα και η απόγνωση, αλλά και η ξεχωριστή εμπειρία. Πάντα δεν αναζητούσα μια απρόσμενη έκπληξη που θα την διηγούμουν αργότερα;
Το πρωί, πριν πάμε στην Εισαγγελία, μου φόρεσαν και τα "βραχιόλια". Αν είσαι άμαθος, οι χειροπέδες σε γονατίζουν. Ο ήχος του κλειδώματος, η αίσθηση της ταπείνωσης, ο πόνος του κρύου μετάλλου που σφίγγει σε κάθε σου κίνηση...
Στην κλούβα κάνω και κάποιες γνωριμίες. Δημιούργησα οικειότητα με μια πουτανίτσα που την μάζεψαν πίσω απ’ το Δημαρχείο. 
Είναι από κείνες που μετά το πήδημα τους κάνω πάντα την αθώα όσο και κομπλεξική ερωτησούλα. "Εσείς που έχετε δει τόσα πουλιά στη δουλεία σας, πού βρίσκομαι; Μεγάλος, κανονικός, μικρός;"...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου