Ούτε θυμάμαι πόσες ώρες οδηγούσα. Άρχισα να διψάω ξανά. Σ' έναν παράδρομο συνάντησα μια μικρή καντίνα. Κάτι σαν παράπηγμα.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, αλλά τόλμησα να χτυπήσω την πόρτα. Ξεπρόβαλε ένας αναμαλιασμένος πενηντάρης. Μου έκανε νόημα να περάσω.
Έκατσα σε μια άβολη καρέκλα. Δίπλα σε ένα ψηγείο που ήταν κολλημένο με μαγνητάκι το έμβλημα των ρεμπουμπλικάνων, ο ελέφαντας.
- Στην πόλη πας φίλε; με ρώτησε.
- Μάλλον.
- Να ποσέχεις τις "κόκκινες"!
- Τι είναι πάλι αυτό;
- Σ' έχει τσιμπήσει ποτέ νεκρή μέλισσα;
- Ούτε καν ζωντανή.
- Ε, λοιπόν, στον τόπο μας έχουμε κάτι κόκκινες μέλισσες που σε τσιμπάνε ακόμα και νεκρές.
- Θα προσέχω...
- Θα σε συμβούλευα να πας κάπου αλλού. Αυτή η πόλη μπορεί να σε καταπιεί...
Ξαφνικά άνοιξε μια μικρή πορτούλα και μπήκε τρέχοντας ένα μικρό κοριτσάκι. Από πίσω του έτρεχε μια κοκκινομάλα γυναίκα, μάλλον η μάνα του, φωνάζοντας "Ατένα, Ατένα!".
Έλα Χριστέ και Παναγιά. Ακόμα κι εδώ με κυνηγάει η Αθήνα! Ποτέ δεν θα μπορέσω να γλιτώσω απ' αυτή την πόλη...
"Η γυναίκα και η κόρη μου", μας συνέστησε ο πενηντάρης.
- Πώς πάω για την πόλη; ρώτησα.
- Πάρε τον δρόμο παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή.
Ακολούθησα τη συμβουλή του. Στο βάθος διέκρινα ένα μεγάλο ποτάμι. Μπορεί να ήταν ο Μισισσιπής, ο Αχελώος, ίσως και ο Ιλισός. Πλέον τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου