Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Σελίδες απ’ τα ρημαγμένα καλοκαίρια της ζωής μου (Β’) - Τα γαϊδουράγκαθα...

Εκείνο το νησί μού άρεσε γιατί είχε πολλά γαϊδουράγκαθα!
Έσπαγα με προσοχή τ’ αγκάθια κι έτρωγα το μέσα, την ψίχα...
Μου φαινόντουσαν τόσο νόστιμα... Είχαν μια παράξενη νοστιμάδα, μιαν άγρια μυρουδιά.
Είναι η πρώτη φορά που βρίσκω το θάρρος ν’ αποκαλύψω δημόσια πως τρώω γαϊδουράγκαθα!
Όταν ήμουν μικρότερος φοβόμουν τις όμορφες γυναίκες.
Ο φόβος εκείνος δεν έμοιαζε με το φόβο που ’νιωθα για τους γιατρούς και τους παπάδες.
Όταν εμφανιζόταν παπάς ή γιατρός έκλεινα τα μάτια μου να μην τον δω.
Αλλά με τις ωραίες γυναίκες ήταν διαφορετικά.
Ήθελα να τις βλέπω, όμως μόνο στα μουλωχτά, πίσω απ’ τους πυκνούς θάμνους...
Τα ξαφνικά τρελά γέλια τους ηλέκτριζαν όλο μου το σώμα!
Μάλλον δεν είχε όνομα.
Τη φώναζαν "γύφτισσα".
Αλλά είχε υπέροχα μάτια.
Ήταν η γύφτισσα που τριγύριζε στις παραλιακές καφετέριες και στα μπαρ και πούλαγε γαρδένιες στα ερωτευμένα ζευγάρια.
Κάποιο απόγιομα της έδωσα ένα χαρτί με ζωγραφισμένη μια καρδιά.
Μου το γύρισε την άλλη μέρα διπλωμένο στα δύο. Μέσα του είχε 4-5 τρίχες της κι ένα πατικωμένο λουλούδι.
"Μου πουλάς τα μάτια σου γλύκα;", τη ρώτησα.
"Καλότυχος είσ’ αφέντη μου, δώσε δυο ευρώ να σου πω τη μοίρα σου".
Της έδωσα τα ευρώ και το χέρι μου.
"Αγαπάς ένα όμορφο μελαχρινό κορίτσι. Τα μάτια του αγαπάς. Μα ένα ποτάμι είν’ ανάμεσά σας!".
Κι έβαλε τα γέλια.
- Και ποιο είν’ αυτό το ποτάμι κορίτσι μου;
- Είσ’ αρραβωνιασμένος αφέντη μου!".
Αχ... ποτέ κανένας δεν είν’ αρραβωνιασμένος όταν έχει μπροστά του δυο μάτια σαν και τα δικά σου γυφτοπούλα μου...

6 σχόλια: