Την περασμένη Κυριακή, γιορτή των ερωτευμένων, δεν είχα καμιά διάθεση. Ήθελα να μείνω μόνος μου και να μη μου μιλήσει άνθρωπος.
Την ώρα που ’πινα τον πρωινό μου καφέ, μου τηλεφώνησε το "πρόσωπο".
"Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Πες μου ναι! Δεν θα μου χαλάσεις το χατίρι μέρα που ’ναι".
"Ω ρε πούστη μου", σκέφτηκα, "κακό μπελά βρήκα".
Αλλά πήγα να πέσω απ’ την καρέκλα σαν άκουσα τη "χάρη" που μου ζήτησε.
Γούσταρε να την "ξεναγήσω" στα στέκια του πειραιώτικου υπόκοσμου.
Είχα ορκιστεί να μην ξανακυκλοφορήσω με γκόμενα, και μάλιστα όμορφη, σε "σκληρά" μέρη. Έπαθα μεγάλα χουνέρια κι έμαθα. Έλα μου όμως που τα γυρεύει ο κώλος μου.
Δεν το πολυσκέφτηκα. Πετάχτηκα, ντύθηκα και βουρ για το λιμάνι.
Θα την άρχιζα απ’ τα Μανιάτικα, την περιοχή που ξεκινάει πίσω απ’ τον Άι Διονύση και φτάνει μέχρι Αγιά Σοφιά και Ταμπούρια.
Εδώ συναντάς ακόμα άντρες που δεν τους βγάζεις κουβέντα ούτε με το τσιγκέλι.
Που σφάζονται ακόμα για την υπόληψη και την εκδίκηση.
Που η ζωή γι’ αυτούς δεν έχει και μεγάλη αξία. Μπορούν να σου χώσουν ένα στιλέτο για το παραμικρό. Κι όχι μόνο για ολυμπιακό, νταβατζιλίκια, ναρκωτικά ή ζάρια. Απλά και μόνο γιατί νόμισαν πως τους στραβοκοίταξες...
Σε τούτα τα μέρη δε σηκώνουν χωρατά κι αστεία. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα το πάρει ο άλλος. Άσε που επιβιώνει ακόμα η παλιά μανιάτικη νοοτροπία που θεωρεί ντροπή για τον άντρα "να πεθάνει ασκότωτος"!
Οι βόλτες, τα πολλά σουλάτσα και τα χαζολογήματα στην Παπαφλέσσα θέλουν "να ’χεις καρύδια". Αν είσαι ξένος δεκάδες μάτια σε παρακολουθούν, η αστυνομία δεν είναι πρόθυμη να επέμβει, πρέπει να καθαρίσεις μόνος σου αν γίνει στραβή.
Ο μανιάτικος υπόκοσμος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ τους Σικελούς μαφιόζους. Είναι αποφασισμένοι για όλα. Και κάνουν τη δουλειά χωρίς φωνές και απειλές. Συνήθως αποφεύγουν την κατά μέτωπο επίθεση. Σου στήνουν ενέδρα και είναι απίθανο να τη γλυτώσεις. Θα ’χετε ακούσει για τις "μανιάτικες χωσιές"...
Τη λεγάμενη τη γύρισα στην Αιτωλικού και στην Παλαμηδίου, της έδειξα πού ήταν οι γυναικείες φυλακές της Κάστορος και πού οι περιβόητες φυλακές των Βούρλων που πιο παλιά ήταν γκέτο-πορνείο.
Της έδειξα πού ήταν το εργοστάσιο του Παπαστράτου και την πήγα και μια βολταριά να δει τις "λαμαρίνες", τη "μαύρη πόλη", τη "μουτζούρα", εκεί που ακόμα είναι τα σιδεράδικα και τα μηχανουργεία.
Το κορίτσι, είν’ αλήθεια, αγριεύτηκε λίγο, και για να τη συνεφέρω είπα να της κάνω το τραπέζι στην "ταβέρνα του Βασίλαινα", Αιτωλικού και Βιτωλίων γωνία.
Αυτή η ταβέρνα έχει μεγάλη ιστορία. Την ξεκίνησε γύρω στα 1920 ο παππούς Θανάσης Βασίλαινας. Αρχικά ήταν ένα μικρό μπακάλικο σ’ έναν λασπότοπο. Εκεί πάγαινε κι η μαστοράντζα να φάει κολατσιό.
Στη συνέχεια έγινε κανονική ταβέρνα που, για έναν ανεξήγητο λόγο, τράβηξε όλη την αθηναϊκή αφρόκρεμα. Οι ντόπιοι έπαψαν να πηγαίνουν αλλά έβλεπες συχνά-πυκνά κάτι Καραμανλήδες, Χατζιδάκηδες, Σεφέρηδες, Παξινού, Κοτοπούλη, μέχρι ... Ελία Καζάν, Σοφία Λόρεν και Τσώρτσιλ!
Είχα πολύ καιρό να πάω κει κάτω, αλλά ομολογώ πως απογοητεύτηκα απ’ το μαγαζί. Έγινε ακόμα πιο κυριλέ!
Το διευθύνει ο εγγονός Θανάσης Βασίλαινας, με νέο σεφ, κάποιον Άνταμ Κοντοβά, και σου φέρνουν ρε μάγκα μου να φας σούπα καπνιστής κολοκύθας με τσιπς φρέσκου κάστανου!
Δε λέω, πεντανόστημα τα φαγητά, αλλά εγώ το ’παιξα "Μανιάτης": οι άντρες το ’χουν ραμμένο το στόμα.
Κι έψησα και τη δικιά μου να μεταμορφωθεί σε Μανιάτισσα και να κόψει έστω για λίγη ώρα τη μόστρα και το κωλοκούνημα...
Κατόπιν το πήγες βόλτα το κορίτσι στα λεμονάδικα;;
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=sdpawdqTRt8
Πού το κατάλαβες ρε φίλε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΛεμονάδικα, λοιπόν, στα στέκια του Ζωρζ Μπαταί!