Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Η μεγαλοπρεπέστερη πίπα της ζωής μου!

Δεν ήθελα να την κερατώσω! Ειλικρινά σας μιλάω.
Ούτε είμαι απ’ τους τύπους που κερατώνουν.
Όχι γιατί δεν το θέλω. Αλλά γιατί δεν το μπορώ. Και δεν το μπορώ γιατί ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη πέραση στις γυναίκες...
Εντάξει... από πηδήματα σε γραφεία, τουαλέτες κι αυτοκίνητα άλλο τίποτα.
Αλλά αυτά δεν είναι "κατακτήσεις". Ειδικά όταν η τελευταία κουβέντα της άλλης είναι "δεν σε ξέρω δεν σε είδα, μην το ξεχνάς!"...
Παρ’ όλ’ αυτά, πάντα περίμενα μια καλή ευκαιρία. Ξέρετε τώρα... απ’ αυτές που δεν υπάρχουν!
Ένιωθα την κατάθλιψη να με κυνηγάει. Και είχα βρει το τέλειο ξόρκι! Φαντασιωνόμουν μια τεράστια παρτούζα...
Με τη δικιά μου τα είχα βαρεθεί όλα. Είχαμε ήδη δυο μήνες να κάνουμε σεξάκι...
Μέχρι που γνώρισα την άλλη. 
Οπίσθια όψη άκρως ενδιαφέρουσα.
Και μόνο ο τρόπος που με κοιτούσε με ερέθιζε! Για έναν που πλησιάζει τα πενήντα δεν είναι κι αυτονόητο να του "σηκώνεται" μόνο μ’ ένα βλέμμα της άλλης. 
Δεν είμαι κι εικοσάχρονος φαντάρος που μας πήγαινε το Ρέο στη σκοπιά τέσσερις η ώρα ξημερώματα κι απ’ τα σκαμπανεβάσματα του δρόμου μας σηκωνόταν και ξανάπεφτε στις δύο το μεσημέρι...
Τη γνώρισα στο Καρφούρ των Αμπελοκήπων. 
Γενικά, δεν είμαι απ’ τους τύπους που το κάνουν με άγνωστες στα δοκιμαστήρια ρούχων.
Νόμιζα πως ήθελα μια ζωή ήσυχη, ασφαλή, προβλέψιμη κι εντελώς νορμάλ. Νόμιζα...
Διάλεξα ένα ξεβαμμένο φτηνιάρικο τζινάκι και μπήκα στο δοκιμαστήριο να το δω πάνω μου. Έβγαλα το παντελόνι μου κι είδα στον καθρέφτη έναν μαλάκα ημίγυμνο!
Ώσπου εκείνη τράβηξε κατά λάθος την κουρτίνα. "Συγγνώμη!", είπε, και τράβηξε πίσω της την κουρτίνα. Έσκυψε και μου έκανε τη μεγαλοπρεπέστερη πίπα της ζωής μου...
Ένιωσα σαν κάποια ανώτερη δύναμη να προσπαθεί να μου πει κάτι. Πρέπει το σπέρμα μου να γέμιζε μισό  κρασοπότηρο. Μια παράξενη μυρουδιά, ένα μείγμα υπόξινου σπέρματος και γυναικείου αρώματος πλημμύρισε το χώρο.
Αν και άθεος, δόξασα το Θεό! Πήρα βαθιά ανάσα και σκέφτηκα πως έχουν κι οι μαλάκες ψυχή!
Γενικά, στη ζωή μου τα ΄χω κάνει σκατά κι απόσκατα!
Το παίζω ξερόλας, αλλά πάντα υποτιμώ τον αστάθμητο παράγοντα.
Δεν ξέρω πώς μου ’ρθε (ή, μάλλον, ξέρω!) και την κάλεσα στο σπίτι της δικιάς μου, σε μια ώρα και μέρα που εκείνη θα έλειπε.
Άναψα το τζάκι, έβαλα μουσική, δημιούργησα ατμόσφαιρα. Εκείνη γδύθηκε, έσκυψε, άνοιξα τα πόδια μου κι ετοιμάστηκα για μια ακόμα επική πίπα.
"Θα κάνουμε τρίο;", με ρώτησε.
Δεν είμαι ηθικολόγος μικροαστός. Και δεν θεωρώ το "τρίο" εξτρίμ. Άλλωστε δε ζούμε στη δεκαετία του ’60...
Αλλά στο δεδομένο χωροχρόνο μού αρκούσε μια μεγαλοπρεπή πίπα.
Ξαφνικά ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και παγώνω. Σηκώνω τα παντελόνια, κουμπώνομαι και σπρώχνω την άλλη στο μπάνιο.
Η δικιά μου μπουκάρει έξαλλη. "Πού την έκρυψες μαλάκα; Το άρωμά της βρωμάει απ’ το ασανσέρ!".
Προσπαθώ να μείνω ψύχραιμος.
Η δικιά μου σταδιακά κουλάρει. "Βάλε μου ένα ποτό και πες στην άλλη να βγει απ’ τη ντουλάπα, δεν θα την ξεμαλλιάσω!"...
Πάω στο μπάνιο. Τη βρίσκω γυμνή να βάφεται.
"Θα κάνουμε τρίο;", με ρωτάει.
Τη φέρνω στο σαλονάκι και πάω στην κουζίνα και τους ετοιμάζω ποτάκια.
Έχω σχέδιο: θα τις μεθύσω και θα κρατήσω για τον εαυτό μου το πλεονέκτημα του ξενέρωτου!
Τους γεμίζω συνέχεια τα ποτήρια. 
Εκείνες στο σαλόνι ή που θα σκοτωθούν ή που θα συμμαχήσουν και θα σκοτώσουν εμένα.
Μετά από λίγη ώρα μπαίνω και τις βρίσκω να πλακομουνιάζονται.
Κάθομαι απέναντι και τις χαζεύω.
Εντάξει... όλοι το καταλάβαμε πως την όλη φάση την είχα σκηνοθετήσει μαστόρικα.
Η άλλη γυρίζει αγανακτισμένη προς το μέρος μου.
"Θα το κάνουμε επιτέλους αυτό το γαμημένο το τρίο ή να την κοπανίσω;"....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου