Λένε πως καταλαβαίνεις καλύτερα ένα λαό μελετώντας τη λογοτεχνία του. Πιάνω κι εγώ δυο-τρία αρμένικα βιβλία κι αρχίζω την ανάγνωση.
Το πρώτο είναι μια συλλογή επικών τραγουδιών αυτού του λαού. Διακρίνεις κι εδώ το πνεύμα μεγαλομανίας και εθνικής υπεροχής που χαρακτηρίζει διαχρονικά τον κάθε λογής εθνοκαβλισμό.
Ανοίγω τυχαία σε μια σελίδα και βλέπω τον Πέρση σατράπη να υποδέχεται στο παλάτι του τον Αρμένιο αρχιστράτηγο Μαμικονιάν. Η οικογένεια Μαμικονιάν μάλλον καταγόταν απ’ την Κίνα, γι’ αυτό τα μέλη της ήταν κοντοστούπηδες, σχεδόν νάνοι.
Βλέπει ο μεγαλοπρεπής Πέρσης αυτό το υπολειπόμενο γονίδιο και σκέφτεται: "Μα είναι δυνατόν να πολεμώ αυτό το σιαμαμίδι τριάντα ολόκληρα χρόνια και να μην μπορώ να το κάνω ζάφτι;".
Στις σκέψεις αυτές απάντησε ο ίδιος ο Αρμένης: "Μπορεί να είμαι μικρός στο σώμα αλλά για σένα είμαι λιοντάρι και γίγαντας! Απλώνω τα πόδια στις κορφές δύο βουνών κι αυτά απ’ το βάρος μου βουλιάζουν, τρέμουν μόλις ακούν τ’ όνομά μου".
"Και ποια είν’ τα δυο βουνά;", ρωτάει ο σατράπης.
"Το ένα είσαι συ και το άλλο ο Ρωμαίος αυτοκράτορας"!
Το άλλο βιβλίο είναι ένα θεατρικό έργο του 1910. Πραγματεύεται το αιώνιο πρόβλημα των Αρμένηδων "τι φταίει για τα δεινά μας;".
Ο συγγραφέας δίνει τη δική του απάντηση που την αποδέχονται και πολλοί στην Αρμενία: Φταίει η χριστιανική θρησκεία που αφοπλίζει τον άνθρωπο και τον κάνει ανίκανο ν’ αντισταθεί και να πολεμήσει. Ενώ οι Αρμένηδες πριν τον χριστιανισμό ήταν περιβόητοι πολεμιστές και κανείς δεν τολμούσε να τους πειράξει.
"Σήμερα την αλήθεια θα τη βρεις μόνο με το σπαθί στο χέρι", τονίζει ο συγγραφέας.
Το τρίτο βιβλίο είναι ένα χαριτωμένο και διδακτικό πεζογράφημα με τίτλο "Η βουβάλα"! Σας λέω την ιστορία εν συντομία:
Ζούσε μια βουβάλα στ’ αρμένικα οροπέδια και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα της να θέλει βούβαλο. Βούβαλος όμως δεν υπήρχε στα μέρη της. Τι να κάνει κι η καημένη η βουβάλα, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, γυρνάει όλες τις ρεματιές και τις ραχούλες ψάχνοντας για βούβαλο. Κάποιες φορές της φαίνεται σα να βλέπει από μακριά έναν βούβαλο να μουκανιέται και να την καλεί, αλλά μόλις πλησιάζει το όραμα εξαφανίζεται.
Περιπλανήθηκε πολύ η βουβαλίτσα ώσπου καταλήγει στη μεγάλη πόλη. "Τι ψάχνεις κυρά βουβάλα;" την ρωτούν οι περαστικοί. "Έναν βούβαλο", απαντάει εκείνη. "Αααα υπάρχουν πολλοί εδώ κοντά", της λένε εκείνοι και της δείχνουν τα σφαγεία.
Πάει τρέχοντας στα σφαγεία η βουβάλα, την πιάνουν, τη σφάζουν, την τεμαχίζουν και τη μοσχοπουλούν με το κιλό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου