Από τούτο το δρόμο έχω κάτι δεκαετίες να περάσω. Από τότε που ήμουν τρυφερούδι και γλυκούλης και δεν μου ’πεφτε ούτε όταν κοινωνούσα στις εκκλησιές!
Θυμάμαι τότε ψιλοτραβιόμουν με μια νοστιμούλα πουτανίτσα, όχι και πολύ νέα, αλλά κρατιόταν καλά και, φιλάρα, τι γαμήσι έκανε!
Με έβλεπε μπατίρη και δεν μου ’παιρνε λεφτά. Και για να μην με προσβάλλει μου ’λεγε πως δεν θέλει λεφτά γιατί γαμούσα καλύτερα κι από φορτηγατζή! "Οι άλλοι είναι δουλειά, εσύ είσαι το ρεπό μου"! Έτσι έλεγε και μου φύσαγε στο πρόσωπο τον καπνό απ’ το τσιγάρο της.
Μπαίνω σ’ ένα μπαρ, προσωποποίηση της εξαθλίωσης. Παίζονται παράξενα παιχνίδια εδώ μέσα.
Κάποιοι θαμώνες, καθώς πλησιάζει η απελπισία των πρώτων πρωινών ωρών, γίνονται γυναικωτοί, το αλκοόλ απελευθερώνει τον θηλυκό εαυτό τους.
Τα τεκνά στο πάσο προβάλλουν την αρρενοπότητά τους. Τα πρόσωπά τους σκληραίνουν. Εδώ όλοι έρχονται ν’ αγοράσουν και ν’ αγοραστούν...
Βγαίνω στο δρόμο να πάρω αέρα. Πρόωρα γερασμένοι άνθρωποι στέκονται σα νεκροζώντανοι στις γωνιές. Κάποιοι κυλιούνται καταγής μέσα στα κάτουρά τους.
Η ζωή στους δρόμους ισορροπεί στο χείλος του πανικού.
Στα γκρίζα ξενοδοχεία της συμφοράς κανείς δεν ρωτά για τίποτα. Για λίγα λεπτά το δωμάτιο γίνεται δικό σου.
Κάποιοι πληρώνουν μόνο και μόνο για να στέκονται δίπλα και να σε βλέπουν να γαμάς. Μια καλή λύση όταν έχεις αφραγκίες. Πληρώνεις το ξενοδοχείο και το πουτανάκι, σου περισσεύει και χαρτζιλικάκι...
Στην παρακάτω γειτονιά έχω μια γνωστή. Δεν έχει σημασία που δεν ξέρω καν τ’ όνομά της! Αρκεί που ’χουμε χημεία!
Μένει σ’ ένα διαμερισματάκι σκέτο χάλι. Ο νεροχύτης δεν φαίνεται απ’ τις στοίβες των άπλυτων πιάτων. Το πάτωμα είναι γεμάτο πεταμένα ρούχα και κουτιά μπύρας.
"Την πόρτα την αφήνω πάντα ξεκλείδωτη", μου είπε κάποτε, "αν ποτέ δεν έχεις πού να μείνεις έλα εδώ, χώρος υπάρχει άφθονος"...
Κατευθύνομαι προς τα κει περνώντας ανάμεσα σε αδέσποτα κορίτσια με πρόσωπα σκληρά κι απωθητικά. Φαίνονται πολύ ζόρικες. Αν τους πεις καμιά μαλακία την πούτσισες!
Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν όντως ξεκλείδωτη. Την άνοιξα και προχώρησα προσεκτικά στα σκοτάδια. Ξαφνικά ανάβει ένας αναπτήρας κι είδα το πρόσωπό της. Ήταν κάτωχρο και τα μάτια της τονισμένα με μαύρη μπογιά. Σα φάντασμα.
Είναι τσαντισμένη. Κάποιος μαλάκας της ζήτησε να του κάνει πίπα και στο τέλος αρνήθηκε να την πληρώσει. Γιατί, λέει, πως δεν ικανοποιήθηκε. Εκείνη τον πλάκωσε στο ξύλο. Κι αποδείχθηκε πως ο τυπάς αυτό ακριβώς γούσταρε. Να τον δέρνουν γυναίκες. Και βρήκε τον τρόπο να τρώει ξύλο τζάμπα...
Άναψε ένα κερί, πήγε στο μπάνιο και γύρισε μ’ ένα προφυλακτικό. "Ποτέ δεν ξέρει κανείς πού στα διάλα χώνεις την πούτσα σου", μου λέει σκληρά.
Έρχεται στο κρεβάτι, βγάζει τα ρούχα της και ψιθυρίζει... "Με λένε Ασημίνα"!
Μελαγχολικη αναρτηση...
ΑπάντησηΔιαγραφήμόνινο χαρακτηριστικό...
ΑπάντησηΔιαγραφή