Μας ναυτολόγησαν σε μια σιχαμερή ταβέρνα στην άκρη του Περαία, στον Άι-Διονύση. Εκεί μαζευόμασταν κάθε απόγιομα κάτι ναυάγεια της ζωής. Χωρίς ελπίδα, μέλλον, προοπτική. Αποφασισμένοι για όλα και για τίποτα.
Μας μίλησαν απλά για "ύποπτο φορτίο". Εννοείται πως δεν κάνεις και πολλές ερωτήσεις. Τα χαρτιά μας θα ήταν όλα πλαστά. Ταυτότητες, διαβατήρια, ναυτικά δελτία. Τα πάντα. Ουσιαστικά θα ήμασταν "ανύπαρκτοι". Οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, κανείς δεν θα μας έψαχνε. Κανείς δεν θα μας έσωζε. Αποστολή απελπισίας κι αυτοκτονίας. Θα ήμασταν κάτι σαν το "πλοίο των πεθαμένων"...
Δεν το πολυσκεφτήκαμε. Άλλωστε αν είσαι παντού ανεπιθύμητος, δεν σε πολυνοιάζει πού τελικά θα σε ξεβράσει η ζωή.
Η δικιά μου δουλειά θα ήταν "ναύτης καταστρώματος". Δηλαδή εργάτης. Κουβάλημα, μικροεπισκευές, καθαριότητα, βάψιμο. Μην ακούτε τι λένε οι ποιητές κι οι πεζογράφοι. Η ζωή στη θάλασσα δεν είναι καθόλου ρομαντική. Δυστυχώς ξέρω πολλά παλληκάρια που είχαν την αφέλεια να νομίσουν πως η καραβίσια ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις και προκλήσεις.
Ένας απόπατος είναι. Δουλεύεις σαν σκλάβος. Και σου φέρνονται σαν σκύλο. Περιμένεις πώς και πώς να πιάσεις κανένα λιμάνι. Αλλά κι εκεί τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ωραία, βγαίνεις στη στεριά και πού πας? Στα μουσεία ή στις λυρικές σκηνές? Όχι βέβαια. Πάλι στον υπόνομο θα βρεθείς. Πόρνες, ρεμάλια, χασικλίδες, μαχαιροβγάλτες. Ο σκουπιδοτενεκές της κοινωνίας.
Στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου έχω ένα σημειωματάριο. Το βγάζω και γράφω...
"Η ζωή μου όλη είναι σπασμένα πεζοδρόμια. Βουλωμένα φρεάτια. Χυμένοι φραπέδες!". Μου θυμίζει λίγο στίχους της Κατερίνας Γώγου...
Μοιράζομαι το διόροφο κρεβάτι μ' έναν ναύτη Αμερικάνο. Σκυλάραπας του κερατά. Μέρα-νύχτα μου μιλάει για την πατρίδα του τη Νέα Ορλεάνη.
Γι' αυτόν ο κόσμος χωρίζεται μόνο σε δύο ζώνες. Στις πόλεις του Βορρά, τις σαπισμένες απ' το παγωμένο κάτουρο του ουρανού, και στη γελαστή κι ηλιόλουστη Λουιζιάνα. Φυσικά δεν έχει ποτέ αντικρίσει τον αττικό ουρανό.
Τραγουδάει συνεχώς ένα εκνευριστικό τραγουδάκι. Οι στίχοι του έχουν κάπως έτσι...
Σταμάτα πια μικρούλα μου να κλαις
σήκω και στην πλατεία Τζάκσον βγες
στην όμορφη Λουιζιάνα
στην ηλιόλουστη Νέα Ορλεάνη.
Στης θάλασσας τον πάτο με νομίζεις
και στην πλατεία πια δεν ξεμυτίζεις.
Κι όμως δεν έχω ξεψυχήσει
στο πλοίο του θανάτου έχω κολλήσει
μ' έναν μαλάκα από κάτω να με πρήζει (εννοεί εμένα!)
τόσο μακριά απ' την ηλιόλουστη Νέα Ορλεάνη
απ' την όμορφη Λουιζιάνα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου