Εφυγε γρηγορα ο καιρος, τα χρονια και οι μηνες περασανε καμαρωτα τα ποδια τους χτυπωντας σαν να ’ταν παρελαύνουσες απο μπροστα μας χηνες και χαθηκαν στη λησμονια, σαν τις σκηνες μιας τσοντας.
Χωρις να ενδιαφερομαστε και να καταλαβαινουμε σαν αγελαδες που 'βλεπαν τα τρενα να περνανε κοιταζαμε ανιδεοι τα χρονια να διαβαινουνε ετσι που συρικνωθηκες χρονε, μικρε και νάνε
Κι εγινε μια μικρη –η ζωη– κλεψιδρα διχως αμμο που καταρεουν οι κοκκοι της σαν τα φευγατα χρονια ή σαν τη νυφη που εκλασε και σχολασε το γαμο, καθως τον μιτο κοψαμε να φτιαξουμε κορδόνια,
που πριν το ματς τα δενουμε γονατιστοι στη σεντρα σινιάλο ότι "τα παιρνουμε" κι ειμαστε πουληταρια – ετσι που μας προοριζε η μοιρα μας η οχέντρα– φύλακες των Θερμοπυλων κατω απο τα δοκαρια.
Στο τελος φτιαξαμε θηλιά, με το σχοινί του μυτου του εαυτου μας θυματα και θυται ταυτοχρονως- αντι να φτιαξουμε τριχιες, καθεις για το βρακί του, μας τηνε βαζει ασαλιωτη ο Πανγαματωρ χρονος
Το βραδυ, οταν σηκώνομαι να παω προς νερου μου -αυτη ειναι η καταστασις του ύστερου καιρού μου- και στην λεκανη στεκομαι ευθυτενής μπροστα της, νυχτερινο κατουρημα, που ας οψεται ο προστατης!
Παλιά προστάτες ειχαμε Αγίους και Δαιμόνους μα τωρα φυγανε κι αυτοι και μας αφησαν μόνους και δεν υπαρχει πλεον κανεις να φερει το καθηκι κι ετσι παραδοθηκαμεν με το σπαθί στη θηκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΠΑΝΓΑΜΑΤΩΡ ΧΡΟΝΟΣ
Εφυγε γρηγορα ο καιρος, τα χρονια και οι μηνες
περασανε καμαρωτα τα ποδια τους χτυπωντας
σαν να ’ταν παρελαύνουσες απο μπροστα μας χηνες
και χαθηκαν στη λησμονια, σαν τις σκηνες μιας τσοντας.
Χωρις να ενδιαφερομαστε και να καταλαβαινουμε
σαν αγελαδες που 'βλεπαν τα τρενα να περνανε
κοιταζαμε ανιδεοι τα χρονια να διαβαινουνε
ετσι που συρικνωθηκες χρονε, μικρε και νάνε
Κι εγινε μια μικρη –η ζωη– κλεψιδρα διχως αμμο
που καταρεουν οι κοκκοι της σαν τα φευγατα χρονια
ή σαν τη νυφη που εκλασε και σχολασε το γαμο,
καθως τον μιτο κοψαμε να φτιαξουμε κορδόνια,
που πριν το ματς τα δενουμε γονατιστοι στη σεντρα
σινιάλο ότι "τα παιρνουμε" κι ειμαστε πουληταρια
– ετσι που μας προοριζε η μοιρα μας η οχέντρα–
φύλακες των Θερμοπυλων κατω απο τα δοκαρια.
Στο τελος φτιαξαμε θηλιά, με το σχοινί του μυτου
του εαυτου μας θυματα και θυται ταυτοχρονως-
αντι να φτιαξουμε τριχιες, καθεις για το βρακί του,
μας τηνε βαζει ασαλιωτη ο Πανγαματωρ χρονος
απόλαυση!
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΠΑΝΓΑΜΑΤΩΡ ΧΡΟΝΟΣ ΙI
Ο χρόνος που τα αποδομεί όλα και τα γαμάει
βιάζει και την ομορφιά
που χάνεται
και πάει
Και εμένουν πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμενοι
κι απ’ την παλιά την ζωγραφιά
τίποτα πιά
δεν μένει.
Κι ετσι οπως ξετυλίγεται γοργα του χρόνου η γάζα
και πεφτει πάνω μας το φως
είμαστε για
τα μπάζα.
Με όσα ωραία εχάθησαν η ποίησις τυρβάζει
σαν την γριά που βάφεται
και βγαίνει
στο περβάζι
Και τήνε βλέπουνε οι νιοι και την περιγελούνε
μα εκεί εκείνη κάθεται
κι ας ‘πούνε
ότι ‘πουνε
Ιδού πως μας κατήντησε ο Πανγαμάτωρ χρόνος
που μας δαμάζει όλοσχερως
και μας γαμάει
συγχρόνως.
έχεις οίστρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτη ειναι η δουλεια μου (να 'χω οιστρο)
ΑπάντησηΔιαγραφήέκανε το χόμπι δουλίτσα! εύγε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνος "έρχομαι", μόνος και "φεύγω"... (αυτό έμαθα.. ή μάλλον όχι: "εμπέδωσα", ορθότερα!)
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΥΧΤΟΚΑΤΟΥΡΗΜΑΤΑ
Το βραδυ, οταν σηκώνομαι να παω προς νερου μου
-αυτη ειναι η καταστασις του ύστερου καιρού μου-
και στην λεκανη στεκομαι ευθυτενής μπροστα της,
νυχτερινο κατουρημα, που ας οψεται ο προστατης!
Παλιά προστάτες ειχαμε Αγίους και Δαιμόνους
μα τωρα φυγανε κι αυτοι και μας αφησαν μόνους
και δεν υπαρχει πλεον κανεις να φερει το καθηκι
κι ετσι παραδοθηκαμεν με το σπαθί στη θηκη.
Μπορούμε να συνεχίσουμε τη μελαγχολική μας συζήτηση στη νέα ανάρτηση. Αλλά με την ίδια σκωπτική, αυτοσαρκαστική και εμπνευσμένη διάθεση...
ΑπάντησηΔιαγραφή