Η Αθούλα μπορεί να ήταν τύπισσα του περιθωρίου αλλά, όλα κι όλα, το ’χε τάμα και πάγαινε κάθε δεκαπενταύγουστο στη Μεγαλόχαρη.
Έτσι έτυχε να ’ναι στο λιμάνι της Τήνου τη στιγμή που οι Ιταλέζοι τορπίλαγαν την "Έλλη".
Μέσα στο γενικό χαμό, εκείνη σκάρωσε, όπως συνήθιζε σε τέτοιες στιγμές, ένα τραγουδάκι:
Στης Τήνου την πανήγυρη τορπίλισαν την Έλλη
οι ύπουλοι, οι άναντροι, οι χάρτινοι φρατέλοι.
Σκότωσαν προσκυνητές πάνω στη λειτουργία
παράλυτους, αόμματους, κι έκλαιγε η Παναγία!
Όταν σε δυο μήνες κηρύχθηκε ο πόλεμος, η Αθούλα έτρεξε να καταταχθεί στο στρατό κι ας είχε και περίοδο.
Πήρε απ’ το Φρουραρχείο το Φύλλο Πορείας και τραβώντας για το Μέτωπο, έγραψε κι άλλο τραγουδάκι:
Καιρός πια το μπουζούκι μου, στο πλάι να τ’ αφήσω
να πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να πολεμήσω.
Δεν το βαστάει το σπλάχνο μου να κάθομαι εδώ πέρα
και τα παιδιά να πολεμούν κει πάνου νύχτα-μέρα.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που η Άθη η Ρεμπέτισσα στρατεύεται στο πλευρό του επίσημου κράτους!
Μην ξεχνάμε πως ήταν φύση ρέμπελη, αναρχική κι επαναστατική. Κι αυτό φάνηκε απ’ την πρώτη μέρα που κατατάχθηκε στο στρατό. Εκεί τα βρήκε κάπως σκούρα η Αθούλα, και το βράδυ, σε μια σκοπιά, έγραψε σ’ ένα τσιγαρόχαρτο το περίφημο ρεμπέτικο "Η αγύμναστη":
Όσο και να το λέγανε πολλοί, ποιος να το φανταζόταν
πως μια ρεμπέτισσα Σμυρνιά φαντάρος θα ντυνόταν!
Κι όμως με βάλαν στη γραμμή, σε "φάλαγγα κατ’ άντρα"
και με διπλοκλειδώσανε στου πεζικού τη μάντρα.
Ο κυρ λοχίας ο φτωχός, ωσότου να με μάθει
το "παρά πόδα" και το "αλτ", ο δόλιος είχε πάθει.
Μπορεί στην πειθαρχία να ’παιρνε μηδέν η Αθούλα, αλλά όταν άναβε το πελεκούδι αρίστευε!
Στο Καλπάκι πήρε μόνη της παραμάζωμα τους Κένταυρους, τη θωρακισμένη επίλεκτη ιταλική μεραρχία.
Το ίδιο βράδυ έγραψε το παρακάτω τραγουδάκι:
Γι’ αγοράκια δε με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι
συντροφιά έχω τη λόγχη
τη γλυκιά μου ξιφολόγχη.
Αγκαλιά μ’ αυτή κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι
θαύματα μ’ εκείνη κάνω
στις βουνοκορφές απάνου