Είχε βήμα νεράιδας. Λάγνας νεράιδας.
Ήταν από κείνα τα πλάσματα που 'ρχονται στον κόσμο για να σκορπίσουν γύρω τους τις μεγάλες ευτυχίες μα και τις μεγάλες δυστυχίες. Π' αγαπούν μ' έναν τρόπο τόσο ολοκληρωτικό που κάνει αδύνατη την ανταπόδοση της αγάπης τους.
Εγώ ήμουν σε φάση που μάζευα όλες τις αγάπες που 'χα σκορπίσει γύρω μου για να φτιάξω μ' αυτές μια μεγάλη αγάπη και να της τη χαρίσω. Ήθελα να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου. Και ν΄αρχίσω να δίνω πίσω την αγάπη που μου χάριζαν...
Ήταν όμως παντρεμένη. Κι ανταμώναμε κρυφά σ' ένα βρόμικο ταβερνάκι. Ανάμεσα σ' ανθρώπους χυδαίους κι αδιάφορους.
Απ' όσα μου 'λεγε κατάλαβα πως τον τελευταίο καιρό έδειχνε στον άντρα της μια τρυφερότητα εξαιρετική. Τη χαρακτηριστική τρυφερότητα των ένοχων γυναικών. Είν' ένα είδος ευγνωμοσύνης της γυναίκας προς τον άντρα της για τη νέα ευτυχία που της παραχωρεί, έστω κι αν ο ίδιος δεν το θέλει ούτε το φαντάζεται.
Την προειδοποίησα να μην καρφώνεται...
Ήταν μικροπαντρεμένη. Γνώρισε το σαρκικό έρωτα πριν καν τον πεθυμήσει πραγματικά. Κι έγινε μητέρα πριν λαχταρίσει τη μητρότητα! Μέσα της όμως έσερνε μια θλίψη. Είναι νόμος: όταν τον αγαπάς τον άντρα σου είναι ελαφρύς σαν πούπουλο. Μα σα δεν τον αγαπάς είναι βαρύς σαν σίδερο...
Κι εγώ έβαζα όλη τη μαστοριά π' απέκτησα τόσα χρόνια κυνηγώντας τον ποδόγυρο: ήξερα πώς να την τυλίξω στα δίχτυα μου άκοπα και γλυκά, με φροντίδες μικρές, συχνές, τιποτένιες κι όμως μεγάλες...
Στο πρώτο ραντεβού η ομορφάδα της είχε έναν τόνο θριαμβευτικό. Ένα κύμα αίματος έκανε ν' ανθίσουν όλα τα τριαντάφυλλα της όψης της.
Δυο ποτηράκια κρασί παραπάνω αποφασίζουν για πολλά πράγματα που στα καλά καθούμενα ίσως να μην αποφασιστούν ποτέ!
Σε μια πίεση του αντρικού γονάτου, ένα ρεύμα ηλεκτρικό τη διαπέρασε. Μια ανατριχίλα ερωτική, αυτή η μαστόρισσα αστραπή. Ύστερα βρήκαμε τρόπο κι ανταλλάξαμε τα πρώτα μας φιλιά Που η ενθύμισή τους μας κρατούσαν για μέρες σε μια τυραννική διέγερση...
Η αληθινή αγάπη δεν έχει λόγια. Τα πολλά λόγια, οι φράσεις οι κομψές είναι φιλολογία, κρυάδα, στρατηγική. Ο σιωπηλότερος απ' τους εραστές είν' κι ο πιο αληθινός...
Η φύση νίκησε όλους τους δισταγμούς. Κλείσαμε ραντεβού στο μετρό του Μεταξουργείου. Κι από κει θα πηγαίναμε με τα πόδια σ' ένα κοντινό ξενοδοχείο
Ήρθε με καθυστέρηση πέντε λεπτών.
"Άργησα?".
Μου φάνηκε πως ονειρευόμουν. Τσιμπήθηκα. Σα να 'βλεπα τέσσερα (κι όχι δύο) πράσινα μάτια και δύο (αντί για ένα) χαμογελαστά κι ολοστρόγγυλα προσωπάκια.
"Τρελάθηκες? Έφερες και το παιδί?".
"Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μην αγχώνεσαι. Μη σε νοιάζει. Πού θα πάμε?".
"Και-το-παιδί-τι-θα-το-κάνεις?", γκάριξα.
"Θα το κοιμίσω! Αρκεί να 'ναι κάπου σκοτεινά! Κοιμάται αμέσως, μην ανησυχείς. Το 'χω ξαγρυπνήσει επίτηδες!"...