Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Παραλίγω να "πάω" από σκουλαρίκι!

Τις προάλλες σας έλεγα πως ξέμεινα από φίλους. Τους βαρέθηκα, με βαρέθηκαν; Δεν θυμάμαι. Πάντως είχαμε πάψει να είμαστε σημαντικοί ο καθένας για τους άλλους. Κι έτσι το διαλύσαμε. 
Κι εγώ τριγύριζα μ’ ένα μακρύ μπουφάν που όλοι έλεγαν πως δεν μου πήγαινε αλλά επέμενα να το φοράω...
Έκοβα βόλτες μόνος μου χωρίς να ξέρω τι ήθελα και τι ζητούσα. Ή, μάλλον, ήξερα κάτι: σίγουρα δεν γούσταρα να συγκατοικήσω με φίλο ή να συμβιώσω με γκόμενα. 
Γιατί αργά ή γρήγορα θα τους μισούσα και θα με μισούσαν. Η βαρβαρότητα της καθημερινότητας είναι ισοπεδωτική και πλήρως απομυθοποιητική...
Περνάω τις νύχτες με λίγο ύπνο, χωρίς όνειρα και κρυφές επιθυμίες. Αποφάσισα να μην σκέφτομαι τα περασμένα. Πάνε αυτά, φύγανε, δεν αλλάζουν. 
Παρ’ όλ’ αυτά είναι περίεργα πλάσματα οι αναμνήσεις. Μοιάζουν με τους δαίμονές μας. Ποτέ δεν θα απαλλαγούμε απ’ αυτούς που επικαλεστήκαμε...
Η βροχή με μουσκεύει μέσα κι έξω. Αλλά ευτυχώς είδα εκείνη και ξαναβγήκε ο ήλιος. 
Ήξερε πως είχε ωραίο κώλο και περπατούσε περήφανα, με τη βεβαιότητα πως η γη της ανήκε.
Από μπροστά δεν έλεγε και σπουδαία πράγματα, αλλά στην κατάσταση που βρισκόμουν δεν είχα και πολλά περιθώρια επιλογών.
Γνωριστήκαμε και κάναμε παρέα. Μου άρεσε που δεν ζητούσε πολλά. Με τα λίγα και τ’ ασήμαντα ήταν ευχαριστημένη. Οπότε έκανα πέτρα την καρδιά μου και δέχτηκα να συγκατοικήσουμε. Σ’ ένα ημιυπόγειο δυαράκι στην πλατεία Αμερικής.
Κάθε βράδυ την έριχνα μπρούμυτα και πριν την πηδήξω ζωγράφιζα τα κωλομέρια της με το κόκκινο κραγιονάκι της. Έφτιαχνα λουλουδάκια, πεταλουδίτσες, γλαροπούλια. 
Και μετά έπεφτα πάνω της κι ο ιδρώτας των κορμιών μας έσβηνε τις ζωγραφιές κι έμενε μόνο η κοκκινάδα στην κοιλιά μου και στη μέση της...
Είχαμε μόνο ένα μικρό καθρέφτη στο μπάνιο. Έφτανε μόνο για να ξυριστώ. Εκείνη όταν ήθελε να χτενιστεί, να ντυθεί κάπως επίσημα ή να μακιγιαριστεί ανεβοκατέβαινε τρεις-τέσσερις φορές με το ασανσέρ απ’ το ισόγειο ως τον 6ο όροφο. 
Εγώ δεν είχα καμιά απολύτως διάθεση να δουλέψω. Ξημεροβραδιαζόμουν σε διάφορες παράνομες ρουλέτες. 
Είχα γίνει εξπέρ στο κλέψιμο μαρκών. Έβαζα στο εσωτερικό της παλάμης μου ή της γραβάτας μια ειδική κολλητική ουσία, έκανα πως έσκυβα στο τραπέζι και σε κλάσματα δευτερολέπτου "ψάρευα" μάρκες των 50 και 100 ευρώ. Ειδικά η γραβάτα σάρωνε τα πάντα. Σαν ανεμότρατα!
Γιορτάζαμε τις "επιτυχίες" μου με καθημερινές εξόδους. Πρώτα για καφέ και μετά σινεμά. Στις καφετέριες, καφέ και μπίρα έπινα μόνο εγώ, ενώ στους κινηματόγραφους το έργο το ’βλεπε μόνο εκείνη...
Τελικά η σχέση μας δεν μακροημέρευσε. Πριν προλάβω να την βαρεθώ με βαρέθηκε εκείνη. Κι έφυγε.
Ο χωρισμός μού έπεσε κάπως βαρύς. 
Τα απογεύματα μού φαίνονται αδειανά, όπως κι η ντουλάπα της στο δωματιάκι μας. 
Άρχισα πάλι τα θλιβερά-αποτυχημένα ραντεβού. Η ανάσα μου πλέον μυρίζει μονίμως αλκοόλ και φιλιά της μιας βραδιάς.
Είχα κι ένα ατύχημα που παραλίγο να με στείλει αδιάβαστο! 
Την ώρα που πιπίλαγα το αυτί κάποιας, βγήκε το σκουλαρίκι της, μου στάθηκε στο λαιμό, κόπηκε η ανάσα μου, μπλάβιασα ολόκληρος, πετάχτηκαν τα μάτια μου έξω σαν του Κούλη, ένας Θεός ξέρει πώς σώθηκα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου