Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, μόλις η Άθη πάτησε το πόδι της στην Αθήνα, βολεύτηκε σ’ ένα παράπηγμα στο Περιστέρι.
Προκομμένη κοπέλα ήταν, δουλευταρού, βρήκε γρήγορα δουλίτσα στα κλωστήρια του Λαναρά.
Τότε γνώρισε και το Μάρκο τον Βαμβακάρη, που δούλευε εκδοροσφαγέας στον Ταύρο.
Μπερμπάντης και λεβεντόπαιδο ο Μάρκος, δεν άργησε να τη ρίξει την Αθούλα!
Της αφιέρωσε κι ένα χασάπικο, την "Κλωστηρού":
Μια μικρή στο Περιστέρι
μες στου Λαναρά δουλεύει
όλη μέρα μασουριάζει
και το βράδυ μού γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι
κι έρχεται και μ’ ανταμώνει,
στην ταβέρνα ξεκινάμε
και τη σούρα αρχινάμε...
Αλλά ο Λαναράς έδινε μικρό μεροκάματο κι η Αθούλα ήταν πολυέξοδη και γούσταρε λούσα.
Γι’ αυτό μπάρκαρε σε καράβι με την ειδικότητα του "ναυτοθερμαστή", σκληρή δουλειά, αντρίκεια, αλλά είχε κονόμα...
Εκεί γνώρισε το άλλο "ιερό τέρας" του ρεμπέτικου, τον Γιώργο τον Μπάτη. Κουτουπώθηκε και μ’ αυτόν, που φουλ ερωτευμένος της αφιέρωσε νέο τραγουδάκι, τον "Θερμαστή"...
Μα η φωτιά είναι φωτιά
μα η φωτιά είναι λαύρα,
κι η θάλασσα μού τα ’κανε
τα σωθικά μου μαύρα!
Αλλά η Αθούλα δεν ήταν για τα πέλαγα. Γύρισε, έτσι, στην Αθήνα και στην αγκαλιά του Μάρκου.
Πολύ μυστήριο τραίνο αυτός ο Βαμβακάρης ρε παιδί μου.
Στην επιστράτευση του 1912 πήραν τον πατέρα του, κι αυτός, για να ζήσει την οικογένεια, αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σχολειό και να δουλέψει στα κλωστήρια της Σύρας.
Αυτό ποτέ δεν το συγχώρεσε στο Βενιζέλο, γι’ αυτό κι έγινε βασιλικός!
Με την παλινόρθωση της βασιλείας το 1935 καλωσόρισε τον Γεώργιο Β’ μ’ ένα τραγούδι:
Στην ξενιτιά σαν ήσουνα, εσύ και οι δικοί σου
πάντα σε περιμέναμε να δούμε τη στολή σου.
Ξανάρθες, τώρα, Βασιλιά, μέσα στην αγκαλιά μας,
κανόνισέ τα όμορφα, να γειάνεις την καρδιά μας!
Ο Μάρκος, αν και εργατόπαιδο, τα ’χε κάνει σαλάτα με τα πολιτικά. Στην πραγματικότητα ανήκε μόνο στο "Κόμμα της μαγκιάς, της μαστούρας και του υποκόσμου"!
Στην Κατοχή όμως το ρεύμα τον έφερε στην Αριστερά. Τότε ήταν που έγραψε και τα δυο ρεμπέτικα με τίτλους "Στην Κοκκινιά την κόκκινη" και "Γεια σου Στάλιν αδελφέ"...