Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Μου το αφιέρωσε ο ... Σικελιανός!

 

Νυχτιές αφέγγαρες
-κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα-
τα σκοτεινά βουνά που πρωτοδιάβαινα,
βουβός στο Καρπενήσι,
το πνεύμα μου στεριώσατε, αλύγιστο
σα ρέμα βαθύ, πολεμικό...

Πλημμύρα ο Ασπροπόταμος
κι εγώ στην τρομερή του ορμή
καταμεσής στημένος
στύλο τα πόδια μου έβανα
θεός ναντιωμένος

Κυλά φωτιές ο Ωρίωνας,
των άστρων έχει πάνω μου 
το περιβόλι γύρει,
βροχή πεφτάστρια γύρω μου
όργιο βαθύ
μέσα στο νέο που γνώρισα κορμί.
Όλος εσύρθη ο έρωτας στις φρένες μου.
Αύρες τρεχάτε!
Ελάτε, πιάστε μου τα χέρια απ' τη μασχάλη.

Χώμα Καρπενησιώτικο,
πρωτόχωμα
λαφρό σαν αφρομύγδαλο.
Γη που πίνεις τη βροχή γλυκά
δεν μου 'σαι ξένη,
ακούω το χόρτο πώς ανθεί
το κρίνο πώς αυξαίνει.

Η μπόρα αργά σαν ξέσπασε
και γιόμισαν οι λάκκοι
σκυμμένο μες στα χώματα ξεχάραξε ένα αυλάκι.
Ω κυπαρίσσια δώστε μου σαν έρχομαι σιμά σας
να 'μαι άξιος για το μύρο σας
και για τ' ανάστημά σας.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Μισάνθρωπος με πείρα...

 

Αν δεν ρισκάρεις, ποτέ δεν θα μάθεις αν η νύχτα είναι φίλος ή εχθρός σου. Και θα μείνεις απλά ν' αναρωτιέσαι πότε θα φτάσεις στον πάτο του πηγαδιού, να τσακιστείς σε χίλια κομμάτια...
Έχω να περάσω δυο χρόνια από τούτο το μέρος. Πόσο άλλαξε ρε γμτ? Δεν υπάρχει τίποτα απ' όσα ήξερα και έζησα εδώ. Ούτε οι πέτρες δεν με περίμεναν...
Μπαίνω σε μια μπιραρία. Από κείνες που ποτέ δεν ζητούσαν πιστοποιητικά και ράπιντ. Παραγγέλνω μια ντραφτ μεγάλη. Την πίνω με βαθειά περιφρόνηση για όλους και για όλα. Δεν με νοιάζει πλέον τίποτα. Τ' όνειρό μου το έχω σκοτώσει προ πολλού, το έκαψα και πλέον βγάζω σεργιάνι τη στάχτη του πάνω-κάτω...
Με πλησιάζει μια πουτανίτσα, όχι και τόσο μικρή. "Μάνα μου, από που ξεφύτρωσες εσύ? Καλός μεζές φαίνεσαι. Εδώ μέσα θα σε φάνε μαζί με τα τσόφλια σου!", μου λέει.
"Άκου, μανίτσα, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, φτου να μη σε ματιάσω, αλλά περιμένω ένα κοριτσάκι και δεν θα θελα να με δει πως την περιμένω με παρέα!"
"Τη δικιά μου την παρέα άλλοι την πληρώνουν, μάνα μου, κι εσύ την κάνεις πέρα?"
Εγώ, μισάνθρωπος με πείρα, δεν δαγκώνω το δόλωμα. Την αφήνω να κάτσει στο τραπέζι μου. Πίνουμε λίγη ώρα χωρίς να μιλάμε.
Μόνη της με πιάνει απ' το χέρι και με οδηγεί σε μια κάμαρη στο πάνω πάτωμα. Ανοίγει ένα ψυγειάκι και βγάζει μπίρες. Αρχίζουμε να φτιαχνόμαστε. Το εξημερωμένο μου θεριό τινάζεται οσμίζοντας πανηγύρια. 
Προσπαθεί να βγάλει το μεσοφόρι της πάνω απ' το κεφάλι. 

"Μη το βγάζεις", της λέω. "Έλα έτσι... μου θυμίζεις τη γενιά μου. Έλα, έλα γλυκιά μου πουτανογενιά να σου δείξω τι κέρατο έβγαλες!"...

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Ένας Έλληνας στα μοναστήρια της Ρωσίας (ΙΗ' - Η προσευχή είναι σαν τα πυρηνικά όπλα. Τα χρησιμοποιείς τελευταία...)

 
Αφού σας αρέσουν οι ιστοριούλες απ' τα μοναστήρια της Ρωσίας, ας πούμε ακόμα μία:
Κάποια καλοκαιρινή μέρα δυο φίλοι επισκέφτηκαν μια μονή που ήταν χωμένη βαθειά στο δάσος.
Εκεί, παρέα με έναν σεβάσμιο γέροντα, διάβαζαν μεταξύ άλλων και κάποιους βίους αγίων που είχαν το χάρισμα να μην τους ενοχλούν ούτε τα άγρια θηρία. Ξεχάστηκαν όμως κι άρχισε να βραδιάζει. Οπότε πήραν γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής διασχίζοντας το πυκνό δάσος.
Κάποια στιγμή καθώς περπατούσαν ακούστηκε ένα βαρύ γαύγισμα από τη διπλανή πλαγιά. Λίγο-λίγο το γαύγισμα γινόταν πιο έντονο, που σήμαινε πως το αγριόσκυλο τους πλησίαζε. 
Ο ένας απ' τους φίλους, επηρεασμένος απ' το κλίμα του μοναστηριού, πρότεινε να αντιμετωπίσουν το άγριο ζώο με προσευχή. Συμφώνησαν να λένε σιωπηρά τη νοερά προσευχή καθώς επιτάχυναν το βάδισμα. Όμως σε λίγη ώρα ο σκύλος φάνηκε ακριβώς πίσω τους σε απόσταση μόνο 20 μέτρων και έδειχνε σαφή διάθεση να τους επιτεθεί. Ήταν όντως γιγαντόσωμος και φαινόταν αποφασιστικός.
Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν να λένε την προσευχή κι άρχισαν να μαζεύουν πέτρες και να τις πετάν προς τον σκύλο. Το ζώο πράγματι αιφνιδιάστηκε απ' την αντίδρασή τους και ματαίωσε την επίθεση.
Οι φίλοι ξέφυγαν μεν από τον κίνδυνο, αλλά άρχισαν να έχουν συνειδησιακό πρόβλημα. 
Είχαν φανεί ολιγόπιστοι, εγκατέλειψαν την προσευχή όταν τα πράγματα έγιναν πολύ ζόρικα και, επιπλέον, χρησιμοποίησαν βία ενάντια στο ζώο, κάτι που ποτέ δεν θα έκανε π.χ. ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ.
Βέβαια, οι δυο φίλοι δεν είχαν άδικα θητεύσει τόσα χρόνια στον εκκλησιαστικό χώρο. Όπως συνέβη σε μια προηγούμενη ιστορία μας, έτσι και τώρα βρήκαν τη "σωστή" απάντηση. Αυτή που τους έβγαζε από το πνευματικό αδιέξοδο. Κατέληξαν λοιπόν στα εξής συμπεράσματα:
- Ο Θεός έκανε πολύ καλά που δεν εισάκουσε την προσευχή τους γιατί ήταν αρκετά αμαρτωλοί και πνευματικά οκνηροί.
- Ευτυχώς που η προσευχή τους δεν έγινε δεκτή γιατί ποιος ξέρει σε τι πειρασμούς οίησης και υπερηφάνειας θα έπεφταν.
- Εν πάση περιπτώσει, όταν ο Θεός σου δίνει τον τρόπο να αντιμετωπίσεις έναν κίνδυνο με άλλον τρόπο (π.χ. πετώντας πέτρες), αν εσύ δεν χρησιμοποίησες το όπλο της προσευχής δεν είναι κάτι επιλήψιμο...

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Ένας Έλληνας στα μοναστήρια της Ρωσίας (ΙΖ' - Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο!)

 

Μια κι αρχίσαμε τις παλιές ιστορίες των ρούσικων μοναστηριών, ας πούμε και μία ακόμη.
Κάποτε, σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι είχε γίνει καλόγερος ένας πρώην φοβερός και τρομερός αρχιληστής. Ο άνθρωπος αυτός είχε δείξει ειλικρινή μεταμέλεια, αλλά ο ηγούμενος επειδή δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί πλήρως, του έβαλε κανόνα: Θα είχε πάντα δίπλα του έναν πιο έμπειρο μοναχό και δεν θα έκανε τίποτα αν προηγουμένβς δεν έπαιρνε την ευλογία-άδειά του.
Λίγο πριν μπει ο βαρύς χειμώνας, ο ηγούμενος έστειλε τον πρώην αρχιληστή με τη συνοδεία ενός γεροντότερου να πάνε με το γαϊδουράκι στο βουνό και να μαζέψουν ξύλα. 
Όλη τη μέρα υλοτομούσαν οι δυο μοναχοί αλλά το βράδυ καθώς επέστρεφαν έπεσαν σε ενέδρα ληστών που ήθελαν να τους πάρουν το φορτίο. 
Ο πρώην αρχιληστής στρέφεται στον συνοδό του και του λέει:  "Βρες γρήγορα τι λένε οι Γραφές να κάνουμε". Ο συνοδός του όμως ήταν απόλυτος. "Ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς μας. Αν κάποιος μας χαστουκίσει εμείς πρέπει να γυρίσουμε και το άλλο μάγουλο!".
Μ' αυτά και μ' αυτά, οι ληστές όχι μόνο τους πήραν το φορτίο και το ζωντανό αλλά έκαναν και τα καλογέρια τουλούμι στο ξύλο!
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι ο ηγούμενος λυπήθηκε αλλά δεν μίλησε καθόλου. Απλά τους έδωσε ένα άλλο γαϊδαράκο και την άλλη μέρα τους έστειλε πάλι για ξύλα. Συνέβη όμως το ίδιο πράγμα. Οι δυο μοναχοί ξανάπεσαν θύματα των ίδιων ληστών και επέστρεψαν πάλι δαρμένοι και με άδεια χέρια.
Ο ηγούμενος την επόμενη μέρα τους έδωσε το τελευταίο γαϊδουράκι της μονής και τους ξανάστειλε στο βουνό. Το βράδυ οι δυο μοναχοί βρέθηκαν πάλι ενώπιον των ληστών. Ο πρώην αρχιληστής ξαναρωτάει τον συνοδό του: 
"Τι λένε οι Γραφές να κάνουμε;". 
"Απολύτως τίποτα, μόνο αγάπη και υπομονή". 
"Για θυμήσου καλύτερα. Δεν υπάρχουν άλλες Γραφές να λένε κάτι άλλο;".
"Υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη ο νόμος του Μωυσή που λέει οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος".
"Και δεν το έλεγες τόσες μέρες άνθρωπέ μου; Αυτός μάλιστα, είναι καλός νόμος".
Οπότε ο πρώην αρχιληστής αρχίζει στις κλωτσιές και στις ουνιές του κλέφτες και τους έκανε αγνώριστους. Τους ανάγκασε μάλιστα να φέρουν και ό,τι τους είχαν κλέψει ως τότε και να μην τολμήσουν να ξαναπηράξουν μοναχό.
Όταν γύρισαν στη Μονή και εξιστόρησαν στον ηγούμενο τα καθέκαστα, εκείνος έκανε τον σταυρό του και δοξολόγησε τον Χριστό.
Οπότε ο πρώην αρχιληστής δεν άντεξε και το είπε:
"Μη δοξάζεις τον Χριστό άγιε ηγούμενε. Τον Μωυσή δόξαζε. Με το Νόμο του Μωυσή τα φέραμε πίσω όλα τα κλεμμένα. Αν συνεχίζαμε να πηγαίνουμε με τον Νόμο του Χριστού θα γυρνάγαμε πάλι δαρμένοι  κι αδειανοί!"

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένας Έλληνας στα μοναστήρια της Ρωσίας (ΙΣΤ' - Πώς οι καλόγεροι βαφτίζουν το κοτόπουλο ψάρι;)

 
Θα σας μεταφέρω την ιστορία όπως ακριβώς μου την διηγήθηκε ένας Ρώσος ιερομόναχος. Συνέβη λίγο πριν το 1980, δεν θυμόταν ακριβώς τη χρονολογία.
Ένας φίλος του, ας τον πούμε Ιβάν, μόλις πρόσφατα είχε χειροτονηθεί ιερέας, και ξημερώματα Κυριακής μπήκε με πολύ ενθουσιασμό σε κάποια απ' τα μετόχια της Μονής προκειμένου να τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Ξαφνικά βλέπει μέσα στην εκκλησία τρεις μεθυσμένους αλήτες. Ο ένας μάλιστα είχε το θράσος ν' ανάψει τσιγάρο απ' το καντηλάκι του ιερού. Θόλωσε το μάτι του Ιβάν, είχε και μια μοναδική σωματική διάπλαση, οπότε αρπάζει τον βέβηλο, τον μεταφέρει σηκωτό έξω απ' τον ναό και τον πετάει στον αέρα κάμποσα μέτρα μακριά.
Το σώμα του αλήτη διέγραψε μια εντυπωσιακή εναέρια τροχιά μέχρι να σκάσει στο έδαφος σαν σακί. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός γδούπος και ο καημένος έμεινε κάτω ακίνητος.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Ιβάν ήρθε στα συγκαλά του, συνειδητοποίησε τι έκανε και τον έπιασε απελπισία. Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες όποιος χειροδικούσε σε άνθρωπο έχανε το δικαίωμα να τελεί Θείες Λειτουργίες.
Ο Ιβάν σαν τρελός έτρεξε στο κελί του ηγούμενου, έβαλε μετάνοια και γεμάτος δάκρυα του εξομολογήθηκε όσα είχαν συμβεί.
Ο έμπειρος και κωλοπετσωμένος ηγούμενος δεν ταράχτηκε καθόλου.
"Γιατί αγχώνεσαι τέκνο μου; Εσύ δεν έχεις καμία ευθύνη. Το χτύπημα δεν ήταν δικό σου αλλά του Αγγέλου!".
Οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά...

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Αναμνήσεις απ' το Βαρδάρι... (Β' - Απ' τ' Αγιονόρος στα μπουρδέλα!)

 
Απ' τα αστικά λεωφορεία της Σαλονίκης μόνο ένα χρησιμοποιούσα. Το νούμερο δέκα της Χαριλάου! Είτε θα το έπαιρνα απ' τον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάω στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής κι από κει στ' Αγιονόρος. Είτε θα ακολουθούσα την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα πορνοσινεμά και τα μπουρδέλα του Βαρδάρι.
Στην περιοχή είχα πιάσει κι ένα γκομενάκι. Μπορεί να ήταν και κρυφοπουτανίτσα. Δεν με ένοιαζε, δεν ρωτούσα. Το μόνο που θυμάμαι είναι όταν μια φίλη της τη ρώτησε αν της κάνω καλό κρεβάτι. Η απάντηση ήταν επική: "Βέβαια, βέβαια, λέει και λόγια!"...
Τότε ήμουν πιο νέος και σίγουρα πιο λιμπιστερός. Όμως οι γυναίκες δεν έπεφταν κι ανάσκελα με την πάρτη μου. Με έβλεπαν να τριγυρνώ άφραγκος και αλιτήριος και καταλάβαιναν πως δεν μπορούσαν να επενδύσουν σε μένα. Αντίθετα, είχα μεγάλη πέραση στις "αδελφές". Δεν υπήρχε περίπτωση να μπω σε σινεμά της περιοχής και να μην έρθουν δίπλα του κόσμου οι λουμπίνες να μου ξυθούν... 
Τα θυμάμαι με νοσταλγία εκείνα τα χρόνια. Ήταν πολλές φορές που δεν είχα παρέα. Αλλά δεν με ένοιαζε. Μόλις έβλεπα ένα μπουκετάκι από συνομηλίκους μου, πήγαινα κατευθείαν πάνω τους και τους ρωτούσα:
- Με θέτε για παρέα σας;
- Και πού σε ξέρουμε; 
- Είμαι ο Ψόνθο απ' την Αθήνα...
Μαλάκας δεν έδειχνα. Ούτε και κρυφοαδελφή. Τις περισσότερες φορές με δέχονταν στην παρέα τους και σκαρώναμε πού και πού μικροκλοπές και μικροαπάτες. 
Σε μια τέτοια παρέα γνώρισα και τη Βίκη. Δεκαεφτάχρονη γκαρσόνα, μελαχρινούλα, στηθάκι σφιχτό. Τραγουδούσαν τα νιάτα της. Τα μορτάκια τη βλέπαμε κι ασυναίσθητα χαϊδολογάγαμε το φουσκωμένο παντελόνι μας. Την έβλεπα στον ύπνο μου και έχυνα. Για χατήρι της ήμουν ικανός να κάνω μεροκάματα ως και στη λαχαναγορά! 
Η μικρή είχε αμέτρητους θαυμαστές. Κανέναν δεν αποθάρρυνε. Για όλους είχε ένα χαμόγελο, μια υπόσχεση. Μας τρέλαινε με τα καμώματά της. Στα εικοσιπέντε κατέληξε πουτάνα...
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως η θεά τύχη με είχε εγκαταλείψει εντελώς. Αν συνέχιζα το ίδιο μονοπάτι θα κατέληγα είτε στη φυλακή είτε σε κανένα χαντάκι. 
Η μόνη ρεαλιστική προοπτική για μια αξιοπρεπή επιβίωση ήταν να με σπιτώσει καμιά "αδελφή". Αλλά κάτι τέτοιο δεν με πολυσυγκινούσε. Οπότε αποφάσισα να κλείσω τη σύντομη παρένθεση της ζωής μου με τον τίτλο "Βαρδάρι"...

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Αναμνήσεις απ' το Βαρδάρι... (Α' - Τα μορτάκια του Βορρά)

 

Τη δεκαετία του ογδόντα, ίσα που πρόλαβα τις τελευταίες "ένδοξες μέρες" της συνοικίας Βαρδάρι στη Σαλονίκη. Για να καταλάβουμε εμείς οι "χαμουτζήδες" τι εστί Βαρδάρι, θα σας το παρομοίαζα κάτι μεταξύ περιοχής Σταθμού Λαρίσης των Αθηνών και παλιάς Τρούμπας του Πειραιά.
Εδώ έβρισκες κυριολεκτικά κάθε καρυδιάς καρύδι. Αλήτες, αλάνια, τσόλια, χαμένα κορμιά. Κλεφτρόνια, χασικλήδες, πουτάνες, τραβέλια, νταβάδες. Και μπόλικους επαρχιώτες που κατέβαιναν απ' το γειτονικό ΚΤΕΛ ή τον σιδηροδρομικό σταθμό αναζητώντας να ζήσουν όσα δεν τους επέτρεπε η κλειστή κοινωνία του χωριού τους. 
Δεν εννοούμε φυσικά να βρουν γκόμενα. Αυτά τα πράγματα θέλουν ψηστήρι, φλερτ, κεράσματα, προκαταρκτικά, χρόνο και υπομονή. Εδώ ερχόσουν για ένα πήδημα στα γρήγορα ή στα όρθια. Ή, έστω, για μια γυναικεία παρέα σε κάποιο μπαρ...
Στην περιοχή υπήρχαν πολλά πορνεία, καμπαρέ, μπουζουξίδικα. Με τους μπράβους τους, τους κράχτες κι όλα τα συναφή. Υπήρχαν φυσικά και μόνιμοι κάτοικοι. Τα παιδιά τους επηρεάζονταν απ' το κλίμα της περιοχής. Και εξελίσσονταν σε μαγκάκια και μόρτηδες. Τα έβλεπες να πηγαίνουν στο σχολείο με τα βιβλία τους όχι σε τσάντα αλλά δεμένα με μια τριχιά...
Προσωπικά πρόλαβα μερικές απ' τις πιο εμβληματικές πόρνες τις περιοχής. Αν και ήταν πλέον παλιόγριες του κερατά. Οι περισσότερες είχαν τσαμπουκά και βλέμμα σκληρό. 
Μία τη φώναζαν "Λάικα" γιατί γεννήθηκε τη μέρα που οι σοβιετικοί είχαν στείλει στο διάστημα μια σκυλίτσα με αυτό το όνομα.
Κάποια άλλη σε πλησίαζε κρατώντας σε κάθε χούφτα κι ένα προφυλακτικό: "Αυτό για από μπροστά κι αυτό για από πίσω" έλεγε και σε άφηνε να διαλέξεις χούφτα.
Μια άλλη τη φώναζαν "Φασολάδα". Γιατί όταν στην έπεφτε έλεγε "Να βγάλω κι εγώ τη φασολάδα μου", δηλαδή το τίμιο ψωμάκι μου... Δεν φορούσε ποτέ κιλότα. Κι αν την απέρριπτες άρχιζε τις κατάρες και τις βρισιές: "Άντε ρε χοντρομαλάκα πήγαινε να πηδήξεις τη μάνα σου!"...