Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Κάνοντας μόνος τον γύρο της Αμερικής (Ζ' - Γκαμίτο!)

 

Βρισκόμουν στο κρεβάτι αγκαλιά με μια γυναίκα που στα ντουλάπια της έκρυβε κούκλες τρυπημένες με βελόνες. Δεν το λες και τόσο ερωτική ατμόσφαιρα. 
Δεν με κολλούσε ύπνος. Κάποια στιγμή εκείνη ξύπνησε. Με κλειστά τα μάτια της προσπάθησε να με φιλήσει και με το χέρι της πασπάτευε τ' αχαμνά μου.
Είχα χάσει κάθε ερωτική διάθεση. Μόλις που μου σηκώθηκε και σχεδόν έχυσα πριν καν μπω μέσα της. "Γαμώτο!", είπα.
"Τι είναι αυτό;", με ρώτησε.
"Ποιο αυτό;"
"Είπες μια παράξενη λέξη, κάτι σαν γκαμίτο, ισπανικό είναι;"
"Όχι, κάτι δικό μου, μια λέξη που απ' το σχολείο τη λέω όταν κάτι πηγαίνει στραβά"
"Γκαμίτο! Πλάκα έχει..."
Μπήκε στο μπάνιο να κάνει ντουζ. Ντύθηκα γρήγορα, έριξα τα λιγοστά ρούχα μου στο σακ βουαγιάζ κι εξαφανίστηκα...
Την ώρα που έκλεινα την πόρτα άκουσα να βγαίνει απ' το μπάνιο, να βλέπει το δωμάτιο άδειο και να φωνάζει ... "Γκαμίτο!".

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Χαμένοι στη μετάφραση...

 

Όσο μεγαλώνω, και υποτίθεται ωριμάζω, πιάνω τον εαυτό μου να αποφεύγει τις έντονες αντιπαραθέσεις. Έχω πλέον βεβαιωθεί πως οι λογομαχίες μόνο ζημιογόνες είναι. Χάνουν όλοι οι συμμετέχοντες, και γενικά κανένας δεν εξελίσσεται ούτε βελτιώνεται.
Χθες βράδυ βρέθηκα τυχαία σε μια παρέα Ελληνοαμερικάνων. Οι άνθρωποι ζουν δεκαετίες στις ΗΠΑ και είναι λογικό να έχουν μπολιαστεί με μια συγκεκριμένη φιλοσοφία και στάση ζωής. 
Η κουβέντα μας, αν και πολιτική, ήταν ήπια και τουλάχιστον εμένα με βοήθησε να καταλάβω πως οι περισσότερες από τις διαφωνίες μας οφείλονται στο γεγονός ότι ο καθένας δίνει διαφορετική έννοια στις λέξεις.
Για παράδειγμα εγώ, που μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που ο καπιταλισμός είναι συνώνυμο της εκμετάλλευσης, της αδικίας, της διαφθροάς και του ιμπεριαλισμού, είναι φυσικό να καταφέρομαι ενάντια στο συγκεκριμένο σύστημα.
Όμως στο μυαλό των συνομιλητών ομογενών μας η λέξη καπιταλισμός έχει μια τελειώς διαφορετική έννοια. Σημαίνει την επιθυμία για βελτίωση της ζωής μας, είναι το σύστημα που εξασφαλίζει αυτό που ο καθένας μας επιθυμεί. Μια ποιοτικότερη και ανετότερη ζωή.
Εύλογα λοιπόν οι άνθρωποι όταν με άκουσαν να κατηγορώ τον καπιταλισμό κρέμασαν το σαγώνι τους και με ρώτησαν καλοπροαίρετα: "Μα στ' αλήθεια, εσύ δεν θες να ζήσεις μια καλύτερη ζωή;".
Τελικά όλοι οι άνθρωποι είμαστε καλοί. Ούτε οι καημένοι Ελληνοαμερικάνοι είναι υπέρ της αδικίας και εκμετάλλευσης, ούτε κι εγώ είμαι ένας τρελός ιδεολοηπτικός που δεν θέλω μια καλύτερη ζωή. 
Απλά χανόμαστε στη μετάφραση...

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Κάνοντας μόνος τον γύρο της Αμερικής (ΣΤ' - Στο κρεβάτι μιας μάγισσας...)

 

Συνέχισα να οδηγώ προς το πουθενά. Δεν κοίταζα πινακίδες. Απλά έκανα μια σύντομη στάση σε κάθε επαρχιακή κωμόπολη που πεταγόταν στον δρόμο μου. 
Δεν συγκρατούσα ούτε καν τα ονόματά τους. Φρόντιζα μόνο να βρίσκω ένα φτηνό δωμάτιο όπου τύχαινε να σκοτεινιάζει. Άφηνα το μικρό σακ-βουαγιάζ και πήγαινα στο πιο κοντινό μπαρ για καμιά χαλαρωτική μπυρίτσα.
Καθόμουν όπως πάντα μόνος όταν ήρθε η ίδια και με βρήκε. Σχεδόν όμορφη αλλά με πολύ ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Μου έκανε κάποιο είδος θρησκευτικού κηρύγματος. Ανήκε σε κάποια εκκλησιαστική σέχτα που το μόνο που θυμαίμαι είναι κάτι σαν "αναγεννημένοι...". Οι κλασικές αμερικανιές. 
Την άφησα να μου μιλάει περισσότερο από ευγένεια και προκειμένου να ακούω μια γυναικεία φωνή. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το μαρτύριο. Η ίδια έδωσε τάλος κάποια στιγμή. Αλλά τα τελευαταία της λόγια με εξέπληξαν. 
"Ξεκουράσου λίγο τώρα και σε περιμένω σπίτι μου να συνεχίσουμε", είπε, και μου άφησε ένα μικρό χαρτάκι με τη διεύθυνσή της.
Όταν έφυγε με πλησίασε ο μπάρμαν. "Η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη", μου είπε. "Λένε πως κάνει μάγια. Στην εκκλησία δεν πάτησε ποτέ. Όλοι τη φοβούνται στην πόλη. Για το καλό σου, μακριά!".
Αυτες οι κουβέντες αντί να με αποτρέψουν, με εξίταραν περισσότερο. Άλλωστε σας το είπα. Τραβάω τους μπελάδες σαν τη μύγα το σκατό!
Δεν δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι της. Πλησίασα και χτύπησα την εξώπορτα. Άργησε να μου ανοίξει. Και εμφανίστηκε τυλιγμένη με ένα μπουρνούζι και τα μαλλιά της υγρά. Μόλις είχε βγει απ' το μπάνιο.
Η τσιεμενταρισμένη μοναξιά μου ήταν κακός σύμβουλος. Κι ακόμα χειρότερος η αγαμία μου. Είχα να πάω με γυναίκα από τότε που χώρισα την πρώην μου. 
Ευτυχώς δεν άρχισε πάλι το κήρυγμα. Την πλησίασα, μύρισα τα μαλλιά της, την αγκάλιασα απαλά κι έτσι ενωμένοι περπατήσαμε ως το κρεβάτι της. Κοιμήθηκε αμέσως μετά το σεξ. 
Εγώ ένιωθα κάπως περίεργα. Σηκώθηκα και πήγα στο ψυγείο να βρω κανένα ποτό. Ούτε για δείγμα. Άρχισα να ανοίγω τα ντουλάπια της κουζίνας ένα-ένα. 
Και... ουπσ! Σε ένα είδα κάτι που με ανατρίχιασε. Μια αυτοσχέδια γυναικεία κούκλα, από χαρτόνι και ύφασμα, με τρεις βελόνες καρφωμένες στο σώμα της. Το έκλεισα αμέσως και επέστρεψα στο κρεβάτι. 
Εκείνη μες στον ύπνο της με τράβηξε προς το μέρος της. Βυθίστηκα στην αγκαλιά της ανατριχιάζοντας...

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Κάνοντας μόνος τον γύρο της Αμερικής (Ε' - Τραβάω τα μπλεξίματα σαν το σκατό τη μύγα!)

 

Αργά το απόγευμα πήγα σε μια φτηνή μπυραρία. Κάτι σαν τα παλιά σαλούν που βλέπαμε στις ταινίες. Έκατσα μόνος και παρήγγειλα μια "ξανθή". 
Μου την έφερε μια γκαρσόνα γύρω στα σαράντα. Μου έκαναν εντύπωση τα υπέροχα μάτια της. Γαλανά, μεγάλα, έξυπνα, μαλακά, απορροφητικά σαν στυπόχαρτο...
Ήμουν ο μόνος πελάτης. Μόνο εγώ κι αυτή στο μαγαζί. Ξανάλθε. Η δεύτερη μπύρα κερασμένη απ' το μαγαζί. Τράβηξε ένα σκαμπό κι έκατσε δίπλα μου. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει επειγόντως. Άρχισε να μου λέει για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Και για τα μπλεξήματα που είχε μετά. Φτώχια, μοναξιά, σεξ, ναρκωτικά. "Αν η ζάχαρη ήταν παράνομη, θα την είχα σνιφάρει κι αυτή!".
Βασικά δεν ήξερα αν όλ' αυτά ήταν αλήθεια. Κι ούτε με ένοιαζε. Ήμουν σε μια ξένη χώρα και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να αποφύγω τα χοντρά μπλεξίματα. Άφησα τη μισή μπύρα, προσποιήθηκα επείγουσα δουλειά κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Κατευθύνθηκα προς το ποτάμι για να ξελαμπικάρω.
Καθώς προχωρούσα είδα έναν παράξενο αλλά καλοντυμένο κύριο να 'ρχεται προς το μέρος μου.
"Κάπου έχουμε συναντηθεί παλιά εμείς οι δυο", μου λέει.
- Δε νομίζω, μόλις έφτασα στην πόλη.
- Όχι εδώ, σ' άλλο μέρος γνωριστήκαμε.
- Πού;
- Δυτικά.
- Δε νομίζω, δε θυμάμαι.
- Πολύ παράξενο.
- Που δεν θυμάμαι;
- Ναι, συνήθως με θυμούνται.
- Λοιπόν, θέλεις κάτι;
- Νομίζω πως ξέρεις τι θέλω...
Με κοίταξε σκληρά στα μάτια, μου γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με αργό βάδισμα.
Η φάση άρχισε να με εξιτάρει. Αλλά είπαμε... δεν γουστάρω μπλεξίματα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να φύγω απ' αυτή την πόλη το επόμενο πρωί...