Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Κάνοντας μόνος τον γύρο της Αμερικής (Ε' - Τραβάω τα μπλεξίματα σαν το σκατό τη μύγα!)

 

Αργά το απόγευμα πήγα σε μια φτηνή μπυραρία. Κάτι σαν τα παλιά σαλούν που βλέπαμε στις ταινίες. Έκατσα μόνος και παρήγγειλα μια "ξανθή". 
Μου την έφερε μια γκαρσόνα γύρω στα σαράντα. Μου έκαναν εντύπωση τα υπέροχα μάτια της. Γαλανά, μεγάλα, έξυπνα, μαλακά, απορροφητικά σαν στυπόχαρτο...
Ήμουν ο μόνος πελάτης. Μόνο εγώ κι αυτή στο μαγαζί. Ξανάλθε. Η δεύτερη μπύρα κερασμένη απ' το μαγαζί. Τράβηξε ένα σκαμπό κι έκατσε δίπλα μου. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει επειγόντως. Άρχισε να μου λέει για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Και για τα μπλεξήματα που είχε μετά. Φτώχια, μοναξιά, σεξ, ναρκωτικά. "Αν η ζάχαρη ήταν παράνομη, θα την είχα σνιφάρει κι αυτή!".
Βασικά δεν ήξερα αν όλ' αυτά ήταν αλήθεια. Κι ούτε με ένοιαζε. Ήμουν σε μια ξένη χώρα και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να αποφύγω τα χοντρά μπλεξίματα. Άφησα τη μισή μπύρα, προσποιήθηκα επείγουσα δουλειά κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Κατευθύνθηκα προς το ποτάμι για να ξελαμπικάρω.
Καθώς προχωρούσα είδα έναν παράξενο αλλά καλοντυμένο κύριο να 'ρχεται προς το μέρος μου.
"Κάπου έχουμε συναντηθεί παλιά εμείς οι δυο", μου λέει.
- Δε νομίζω, μόλις έφτασα στην πόλη.
- Όχι εδώ, σ' άλλο μέρος γνωριστήκαμε.
- Πού;
- Δυτικά.
- Δε νομίζω, δε θυμάμαι.
- Πολύ παράξενο.
- Που δεν θυμάμαι;
- Ναι, συνήθως με θυμούνται.
- Λοιπόν, θέλεις κάτι;
- Νομίζω πως ξέρεις τι θέλω...
Με κοίταξε σκληρά στα μάτια, μου γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με αργό βάδισμα.
Η φάση άρχισε να με εξιτάρει. Αλλά είπαμε... δεν γουστάρω μπλεξίματα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να φύγω απ' αυτή την πόλη το επόμενο πρωί...

Δεν υπάρχουν σχόλια: