Ξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε: σας γράφω το 586 π.Χ. κι είμαι Δόλοπας-Αιτωλός, απ’ αυτούς που ο Θουκυδίδης ονομάζει "ληστρικούς και ωμοφάγους"!
Ένα πρωί έφαγα μια φλασιά κατακούτελα κι αποφάσισα να ροβολήσω απ’ τα βουνά μου για να δω πώς ζει ο κόσμος.
Άκουσα πως ίσια κατ’ βρίσκεται μια πόλη με δυο λιμάνια, που ’χει κουρτσούδια μπουκιά και συχώριο.
Δε λέω, κι οι δικές μας οι τσούπρες καλές είναι... αν πιάσουν την κεφάλα σ’ ανάμεσα στα μπούτια τς, την σπάνε σαν καρυδότσουφλιο. Μυρίζουν όμως ξινόγαλο.
Κείνες όμως στην Κόρινθο είναι ουλ’ αρώματα και φρου-φρου ρε πιδίμ...
Για να μην τα πολυλογάω, πέρασα απ’ Ορχομενό, Θήβα, Πλαταιές κι Αθήνα και να ’μαι τώρα μπρος στα Γεράνια, τα σύνορα, όπως λεν’, Μεγαρίδας και Κορινθίας.
Ρώτησα κι έμαθα.
Υπάρχουν δυο δρόμοι για Κόρινθο μου ’παν.
Ο ένας πάει απ’ το βουνί και σκάει κατευθείαν στο Λουτράκι.
Ο δεύτερος είν’ παραθαλάσσιος, "δια των Σκιρωνίδων Πετρών", σχεδόν ίδιος μ’ αυτόν που σεις λέτε "Κακία Σκάλα".
Έφαγα τους κατσικόδρομους στη μάπα, γι’ αυτό προτίμησα την παραλία.
Πρώτη φορά βλέπω θάλασσα στη ζωούλα μ’!
Μωρ’ τη μεγάλο είν’ τούτο το θαλασσί λιβάδι;
Ουπς! Να κι ο Κρομμυώνας! Αυτόν που σεις λέτε "Αγίους Θεοδώρους".
Εδώ ο Θησέας σκότωσε τ’ αγριογούρουνο.
Αλλά κείνος ερχόταν απ’ τον Ισθμό στην Αθήνα για να γίνει Βασιλιάς.
Ενώ εγώ πάω από Αθήνα στην Κόρινθο για να πηδήξω!
Να ’μαι και στον Σχοινούντα! Εσείς το λέτε Καλαμάκι.
Τηράω το λιθόστρωτο δρόμο που οι Κορίνθιοι χρησιμοποιούν για να κουβαλήσουν τα καράβια πάνω σε τροχοφόρα οχήματα απ’ τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό.
Στέκομαι λίγο να ξεκουραστώ και στρίβω τη μουστάκα μου.
Ε ρε μεγαλεία που περιμένουν τον βλάχο...