Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Διακοπές με τη γκόμενα που "όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει"!

Το φετινό καλοκαίρι ξεκίνησε με σεξ ευκαιριακό και πηδήματα της μιας βραδιάς. Χωρίς τα βάσανα της σχέσης και τις συνέπειες του δεσμού. Αυτό με βόλευε, αυτό συνήθισα, αυτό γούσταρα.
Είχα βρει κι ένα φίλο έξω καρδιά. Βγαίναμε κάθε βράδυ κι αλητεύαμε. Πίναμε τον άμπακο, γαμούσαμε αβέρτα, γελάγαμε. Η ζωή φαινόταν πολύ ωραία...
Αρχές Ιούλη έκανα το λάθος να τα μπλέξω με μια γειτόνισσα. Παταγώδης αποτυχία. Ήταν ξινή, σπαζαρχίδω και σνομπ. 
Με κοίταγε λες κι ήμουν κουράδα. 
Το μόνο καλό ήταν πως με τον κόσμο το έπαιζε κυριλέ αλλά κατ’ ιδίαν ξεφτιλιζόταν στο γαμήσι.
Αλλ αυτό δεν αρκούσε να κολλήσουμε. Χωρίσαμε αδιάφορα και πήγαμε παρακάτω...
Την περασμένη βδομάδα γνώρισα ένα αστεράκι. Μόλις το είδα κατάπια τη γλώσσα μου. Τουμπεκιάστηκα λέμε.  
Ήθελα να το "καρφώσω" αμέσως και πάση θυσία. Χωρίς πολλά-πολλά. Αλλά ψιλοκόλωσα. 
Είχαμε βγει με μεγάλη παρέα. Κι όταν το διαλύσαμε αρκετά αργά, πήγα να τη χαιρετήσω αλλά εκείνη μου άστραψε ένα φιλί κατευθείαν στα χείλη. Κι έβαλε και γλώσσα το πουτανάκι! Απίστευτο;
"Από σήμερα τα ’χουμε!", μου είπε. "Κι αν τολμήσεις να σηκώσεις μάτια σε άλλη θα στα κόψω και θα στα δώσω να τα φας!"...
Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος στη θέση μου θα το έβαζε στα πόδια. Αλλά έλα μου που εγώ είμαι παράξενο τραίνο. Με εξίταρε το τσαμπουκαλίκι της. 
Μαλακίες λέω. Δεν ισχύει το προηγούμενο. Απλά η νεανική μεταξένια επιδερμίδα της με έκανε να νιώθω σαν έφηβος. Όπως τότε, στις μεγάλες κάβλες μου, που είχα τρελαθεί στη μαλακία. Τη φαντάζομαι να σπαρταράει στα χέρια μου και τον παίζω τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα...
"Την Τετάρτη φεύγουμε για διακοπές!", μου ανακοίνωσε αυταρχικά. "Θα πάμε σ ένα νησάκι νότια της Κρήτης, θα δεις... θα σου αρέσει. Και στο πλοίο θα κάνουμε το πρώτο μας σεξάκι!".
Έτσι όπως το ’πε, και να ήθελα ν’ αρνηθώ δεν μπορούσα. Πάλι μαλακία είπα. Η αλήθεια είναι πως γουστάρω μαζί της διακοπές με τα χίλια.
Και φυσικά κατάλαβα αμέσως για ποιο "νησάκι" μιλούσε. Είναι κάτι σαν το Μεξικό, σαν παραθαλάσσια Εξάρχεια. 
Βρίσκονται ήδη εκεί κάτι φρικιά κολλητοί μου. Μου τηλεφωνούν και μου περιγράφουν ξέφρενα πάρτι, με κιθάρες, όργια και φωτιές. Δεν έχουν σκοπό να επιστρέψουν πριν τα μέσα Οκτώβρη. Θα θάψουν τα ποτήρια και τα πιρούνια τους στην άμμο για να τα ξαναβρούν του χρόνου...
Είμαι σίγουρος πως αυτές οι διακοπούλες θα είναι σούπερ. Το βλέπω σαν ένα ακόμα σκαλί της προσωπικής μου εξέλιξης. Το ονομάζω ήδη "ταξίδι αυτογνωσίας"...
Γιατί αυτό το νησάκι σε δέχεται όπως κι αν είσαι. Δεν σε κρίνει, δεν τρως ποτέ πόρτα.
Θα απολαύσω την αργόσυρτη αίσθηση του χρόνου. Θα έχω την ευκαιρία να περιστραφώ γύρω απ’ τον εαυτό μου, να χαμουρευτώ οπουδήποτε, ν’ απολαύσω τα ηλιοβασιλέματα πίνοντας ρακές ή τραβώντας μπάφους.
Οκ, δεν είναι ζευγαρονήσι, αλλά μπορεί να σου πάει τη σχέση σε άλλο επίπεδο! 
Και δε χρειάζεσαι τίποτα. Ούτε καν μαγιουδάκι. Μόνο δυο-τρία αγαπημένα βιβλία και τη μεταξένια νεανική επιδερμίδα στις χούφτες μου.
Θα προσπαθήσω να χαλαρώσω απόλυτα, να είμαι ανοιχτός να μου συμβούν τα πιο ωραία και απροσδόκητα πράγματα.
Το μόνο που με ανησυχεί κάπως είναι η απρόβλεπτη κι εκρηκτική συμπεριφορά της μικρής.
Αυτό το "θα στα κόψω και θα στα δώσω να τα φας" μάλλον δεν έπρεπε να το θεωρήσω χαριτωμενιά και να το περάσω στο ντούκου. 
Χθες της πήγα σπίτι της ένα καρπούζι παγωμένο. 
"Φέρε ένα μαχαίρι να το κόψουμε", της λέω. Σηκώνεται κι αντί να πάει στην κουζίνα κατευθύνεται στο μπάνιο. Και μου φέρνει το ξυράφι για τις γάμπες της.
"Εγώ με αυτό τα κόβω όλα!", μου κάνει εντελώς αθώα...
Υ.Γ.: Από αύριο, και τουλάχιστον για 20 μέρες, κλείνω πισιά, κινητά, κατεβάζω τηλέφωνα, τα πάντα όλα. Μόνο μια φορά τη βδομάδα θα βλέπω μέιλ και εσ-εμ-ες. Τα "κλειδιά" του μπλογκιού τ’ αφήνω στη φίλη Αννούλα. Αυτή θ απαντά σε σχόλια και θ’ ανεβάζει ποστάκια απ’ την "κατάψυξη"!
Καλό μήνα... 

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

"Ημερολόγιο λιποταξίας" (99) - Αντιγραφή αρμένικου ναού ο αθηναϊκός Παρθενώνας!

Το επίθετο "περιπλανώμενος" ταιριάζει σε τρεις κυρίως λαούς: τους Εβραίους, τους Έλληνες και τους Αρμένηδες. 
Όλοι αυτοί όπου και να παν η πατρίδα τους τους κυνηγά. Ακόμα κι όταν μπαίνουν στις εκκλησιές ή στις συναγωγές τους δεν το κάνουν τόσο από πίστη όσο για να δηλώσουν εμπιστοσύνη στην εθνικότητά τους.
Υπάρχει μεγάλη σύγχυση για την καταγωγή των Αρμενίων. Σίγουρα είναι πανάρχαιος λαός της περιοχής. Ο Ηρόδοτος τους ταυτίζει με τους Φρύγες των Βαλκανίων λόγω της ομοιότητας του οπλισμού τους.
Ιστορικά, ο μεγαλύτερος εχθρός των Αρμενίων ήταν οι Πέρσες. Στο Μπεχιστούν του σημερινού Ιράν βρέθηκε μια τρίγλωσση επιγραφή του Δαρείου του Υστάσπη που καταγράφει όλες τις εξεγέρσεις των υποτελών λαών. Οι Αρμένιοι έχουν φυσικά την τιμητική τους...
Η Αρμενία ήταν το πρώτο βασίλειο που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό γύρω στα 300 μ.Χ. Αλλά τούτος ο λαός είχε μια πολύ πλούσια θρησκευτική παράδοση.
Τον 1ο αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς τους Τιγράνης προσπάθησε να ενώσει το Αρμενικό και Ελληνικό Πάνθεον. Π.χ. συνδύασε τον Ηρακλή και τον Απόλλωνα με τον θεό Βαάγκν, την Αθηνά με τη Νανέ, την Αφροδίτη με την Άστκιχ κ.λπ. Αλλά η προσπάθεια δεν βρήκε πολλούς οπαδούς και φυλορρόησε...
Οι Αρμένιοι καυχιόνται για τα 36 γράμματα του αλφαβήτου τους, για την καταγωγή τους που φτάνει μέχρι τα εγγόνια του Νώε, αλλά και για την πατρότητα του Παρθενώνα! Ναι, καλά ακούσατε.
Η παράδοση έχει κάπως έτσι:
Μια από τις πιο ένδοξες περιόδους της αρμένικης ιστορίας ήταν το λεγόμενο "Βασίλειο του Ουράρτου", μάλλον κατά παραφθορά του όρους Αραράτ. Πρωτεύουσά του ήταν η Θώσπις δίπλα στη λίμνη Βαν. 
Μεγάλοι εχθροί τους ήταν οι Ασσύριοι, που σε μια απ’ τις επιδρομές τους το 714 π.Χ. προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, ισοπεδώνοντας, μεταξύ άλλων, και έναν παλιό ναό των Ουραρτιανών που είχε χτιστεί τον 8ο ή 9ο π.Χ. αιώνα.
Ο βασιλιάς των Ασσυρίων, Σαργών ο 2ος, είχε τόσο εντυπωσιαστεί απ’ την ομορφιά του κατεστραμμένου ναού που, όταν γύρισε στη Νινευί, έδωσε στους μηχανικούς του εντολή να τον ζωγραφίσουν. 
Η ζωγραφιά αυτή ευτυχώς σώθηκε και... ω του θαύματος.... είναι ακριβώς ίδιος με τον Παρθενώνα της Αθήνας!

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Γιατί είμαι (ή δεν είμαι) Μαρξιστής! (B’ - Μόνο απ’ τον Καραϊσκάκη δεν έκλεψε ιδέες ο Μαρξ!)


Το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" το εξέδωσε ο Μαρξ μαζί με τον Ένγκελς το 1848 για λογαριασμό μιας ομάδας ιδεαλιστών εργατών. 
Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως το μανιφέστο αυτό είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα όλων των εποχών. Άσκησε τόση επιρροή όση και η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 και η Γαλλική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1789...
Διαβάζοντας τα αιτήματά του διαπιστώνω πως δεν ήταν και λίγα που υιοθέτησε και υλοποίησε η μεταπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Μερικά μάλιστα διατηρούν την επικαιρότητά τους:
- Υψηλή προοδευτική φορολόγηση.
- Κρατικοποίηση τραπεζικού-πιστωτικού συστήματος.
- Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση.
- Εξάλειψη διαφορών πόλης και υπαίθρου.
- Κρατικά μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας. 
Γενικώς, διαβάζοντας το Μαρξ διαπιστώνω πως οι θεωρίες του ήταν ελάχιστα πρωτότυπες. 
Η έννοια της "ταξικής πάλης" και της "επανάστασης" δεν ήταν καθόλου καινούργιες. Είχαν προηγηθεί οι επαναστάσεις των δούλων του Σπάρτακου, των αγροτών του 15ου αιώνα στη Γερμανία και των αστών τον 18ο αιώνα. Τι πιο λογικό να φανταστεί κάποιος πως θα επαναστατήσει και η νέα καταπιεσμένη κοινωνική τάξη, δηλαδή οι βιομηχανικοί εργάτες;
Στο έργο του Μαρξ κάνουν "μπαμ" πολλές και ποικίλες επιδράσεις.
Απ’ τους αρχαίους υλιστές φιλοσόφους Δημόκριτο και Επίκουρο μέχρι όλους τους συγχρόνους του Γερμανούς και Ευρωπαίους στοχαστές. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια μικρή σύνοψη:
Α) Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, σπουδαίος Βρετανός οικονομολόγος, συνομήλικος του δικού μας Καραϊσκάκη, είχε ήδη αναπτύξει την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας. Σύμφωνα με αυτή, κάθε αγαθό ενσωματώνει μια αξία που ισούται με το χρόνο που χρειάζεται για την κατασκευή του. 
Εκεί πάτησε ο Μαρξ για να διατυπώσει τη δική του θεωρία περί "υπεραξίας". Τα αγαθά ενσωματώνουν την αξία της εργατικής δύναμης που τα παράγει. Κι ο εργοδότης για να έχει κέρδος καταβάλλει στον εργάτη ένα μικρό μέρος της αξίας αυτής, κρατώντας για πάρτη του την επιπλέον αξία της ξένης εργατικής δύναμης.
Β) Απ’ τον συμπατριώτη του Καντ ο Μαρξ πήρε κυρίως δύο ιδέες:
α) Την έννοια του "φετίχ", δηλαδή την απόδοση "θεϊκών" ιδιοτήτων σε συνηθισμένα καθημερινά αντικείμενα. Κι έτσι ο Μαρξ μίλησε για την "φετιχοποίηση", δηλαδή τη "θεοποίηση", των αγαθών, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας, του χρήματος και του κέρδους απ’ το καπιταλιστικό σύστημα.
β) Την "κατηγορική προσταγή". Σύμφωνα με τον Καντ πρέπει να ενεργούμε έτσι ώστε κάθε πράξη μας να μπορεί να γίνει καθολικός κανόνας ηθικής συμπεριφοράς. Στα πλαίσια αυτά απαγορεύεται να χρησιμοποιούμε τους άλλους ανθρώπους (αλλά και τον εαυτό μας) για την ικανοποίηση των στόχων μας. Συνεπώς, κατά τον Μαρξ, είναι ανήθικο τόσο να "πουλάμε" την εργατική μας δύναμη (δηλαδή τον εαυτό μας) όσο και να μας εκμεταλλεύεται κάποιος άλλος για να πετύχει δικό του κέρδος.
Γ) Αναμφίβολα ο Μαρξ δέχτηκε επιδράσεις και απ’ την ιουδαιοχριστιανική θρησκεία. Στην προηγούμενη ανάρτηση είδαμε πως ενδόμυχα ήθελε να αναδειχθεί σε Μεσσίας και προφήτης της εργατικής τάξης. 
Αλλά και το τσιτάτο "Απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του" είναι απλή παραλλαγή μιας φράσης του Αποστόλου Παύλου που διαβάζουμε στην Αγία Γραφή. Ακόμα και τον όρο "δικτατορία τους προλεταριάτου" δανείστηκε απ’ τον συνομήλικό του Γάλλο επαναστάτη Λούι Μπλάνκι. Και, φυσικά, της προσέδωσε θρησκευτικό περιεχόμενο, γιατί οι ομοιότητες της "Δικτατορίας" του με την "Βασιλεία των Ουρανών" των Χριστιανών βγάζουν μάτι!
Τις μεγαλύτερες όμως επιδράσεις δέχθηκε ο Μαρξ απ’ τον μεγάλο ιδεαλιστή Γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε σε επόμενη ανάρτηση...

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Κατακαλόκαιρο στις πιάτσες της Αθήνας (Β’ - "Μετράς" μόνο αν έχεις καβλί στραβό και γούρικο!)

Η πορνεία στις πιάτσες της Αθήνας πριν το 1990 ήταν πολύ διαφορετική απ’ τη σημερινή. 
Δε λέω, υπήρχαν και τότε ξηγημένα και τσαμπουκαλεμένα κορίτσια, "δηλωμένες" και "αδέσποτες", "χύμα" και "εκ περιτροπής εκδιδόμενες".
Αλλά τότε, ακόμα κι οι πουτάνες της Αθήνας ήταν θρησκόληπτες και κλασικές ελλ(ε)ηνίδες!
Θυμάμαι μια φορά είχα πάει σ’ ένα "σπίτι" στην Ακομινάτου. Το κοντέρ του "κοριτσιού" είχε ήδη γράψει πολλά χιλιόμετρα. Ήταν σιτεμένη, απ’ αυτές που στην πιάτσα τις λέμε "ανατιναγμένες" και "πουρέκλω".
Της ψιθυρίζω το παρασύνθημα στο αυτί και μόνο που δεν με πέταξε έξω με τις κλωτσιές: "Ουστ από δω σκατόβλαχε, αρχιμαλάκα, θέλει ροδέλα το βλαχαδερό, έμαθε απ’ τις προβάτες!"....
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όπως λένε στην πιάτσα... "κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν"!
Αλλά και τότε μωρέ, οι μερακλήδες ξέραμε ποιες γυναίκες τον τούρλωναν και ποιες καβαλιόνταν απ’ το στόμα...
Γενικά, έχω μεγάλο σουξέ στις πουτάνες. Τις πειράζω και με πειράζουν. Περνάω απ’ τα στέκια τους και φωνάζω... "Σκίσου, σκίσου, να βγάλεις το ψωμί σου"!
Αλλά κι εκείνες δεν μου χαρίζουν κάστανα: "Έλα να σου δείξουμε πού το ΄χει η μαμά σου", "Σήμερα ξύπνησα παρθένα, τρέχα να προλάβεις", "Έλα που ’χεις καβλί στραβό γιατί με τρώει από πάνω"...
Τα κορίτσια της πιάτσας δεν πιστεύουν κανέναν. Και, φυσικά, δεν λένε ποτέ και σε κανέναν αλήθεια. Όποια και να ρωτήσεις θα σου πει "απ’ την Καλαμάτα είμαι". 
Συνήθως πηγαίνω νωρίς το απόγευμα.
Έτσι δημοφιλής που είμαι με ξέρουν όχι μόνο οι αρτίστριες αλλά κι οι περισσότεροι πελάτες. "Για να φεύγουν οι πρωινοί", φωνάζω.
"Γιατί άργησες παιδάκι μου", λέει η άλλη. "Ως τώρα δεν πάτησε ψυχή. Έλα κάνε μου σεφτέ γιατί έχεις γούρικο καβλί"!
Με τα κορίτσια έχω αδελφικές σχέσεις. Τους εξομολογούμαι και μου εξομολογούνται.
"Οι γυναίκες λυσσάνε για ψωλή, αλλά κάνουν πως δεν τις νοιάζει", μου λένε. "Το πραγματικό χρυσάφι ανάμεσα στα μπούτια σας το ’χετε εσείς οι άντρες. Το πιάνεις ρε παιδί μου, το φχαριστιέσαι. Ενώ εμείς έχουμε μια τρυπούλα κει κάτω που μόνο με καθρέφτη τη βλέπουμε και πρέπει να χώσεις όλο το δάχτυλο για να καταλάβεις. Αν ξέρατε τι αξίζει το εργαλείο σας θα μας είχατε απίκο"...
Για να είμαι ειλικρινής, στην πιάτσα κυκλοφορούν και κάτι άντρακλες, μεγάλα τσαμπούκια. Δεν θέλει πολύ να ξεκινήσουν τα μπουνίδια. 
Πρέπει πάντα να ξέρεις πού σε παίρνει. Να διαβάζεις τις καταστάσεις γρήγορα και σωστά. Και να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια πριν μαζέψεις τα δόντια σου απ’ την άσφαλτο ή πριν ακούσεις τον κοφτό ήχο της λάμας που πετάγεται...

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Εκσπερματώνοντας στο κενό! (Είμαι κι εγώ ένας "κολασμένος ποιητής")


Τα σκουπιδιάρικα μαζεύουν υπολείμματα τροφών
και τα μπατσικά υπολείμματα ψυχών.
Κι εγώ αποχαιρετώ όσους έρχονται 
και καλωσορίζω όσους φεύγουν...

Δεν έχω ιδέες μόνιμες
μόνο εμμονές.
Αλκοολικά στιχάκια, ξεπλυμένες τύψεις
με ρήτρα θανάτου...

Σε άδεια κρεβάτια πλαγιάζω
σκελετοί πετιούνται απ’ τις ντουλάπες
μνήμες κυλιούνται στα πατώματα
πατημασιές στο ταβάνι...

Ευνουχισμένες ψυχές σε λερά δωμάτια
τελευταίο τσιγάρο, ματαιωμένα όνειρα
έρωτες καλοκαιριού παραπαίοντες
χιλιάδες ανόητες φιλοφρονήσεις
κι εγώ να μην τολμώ να πεθάνω...

Η φωνή μου κάνει παράσιτα
παίζω σκάκι με αντίπαλο τα κύτταρά μου.
Φιλιά παγωμένα, περνώ απαρατήρητος
διασχίζω δρόμους γεμάτους τροχαία ατυχήματα
κάνω ρεβεγιόν σε κλειστοφοβικό δωμάτιο
εκεί που γνώρισα τον πρώτο μου έρωτα
που ήταν κι ο τελευταίος....

Το καλοκαίρι τέμνει κάθετα τα στενά των Εξαρχείων
κάποιοι το λένε "μοναξιά"
εγώ το λέω "ελευθερία"!

Τσέπες άδειες κρέμονται απ’ το παντελόνι μου
Μια υπόγεια ταβέρνα στο τέλος του πεζοδρόμου.
οργασμός μεταμεσονύχτιος
υπόνομοι στην άκρη του γκρεμού
γιορτές αχάιδευτες κι ανέραστες
δυο κατσαρίδες πηδιούνται στο νιπτήρα μου...

Σε γούσταρα "φυσικό"
αξύριστο σε μασχάλες, πόδια και "τρίγωνο"
(κυρίως σ’ αυτό!)
Έφυγες με το κάστρο σου πορθημένο
φιλιά στην εντατική
"φτιαγμένα" χαμόγελα
κορμιά στα πρόθυρα του τίποτα...

Να φύγω; Δειλιάζω.
Να μείνω; Αλλά πού; Στο ίδιο μέρος;
Οι χωρισμοί τεντώνουν τα νεύρα
οι αναμνήσεις στάχτες σε τασάκια
παρήγγειλα καινούργια όνειρα κι ανάσες
ένα κεφάλι ανοξείδωτο, χωρίς σκέψη.

Χθες ονειρεύτηκα το θάνατό μου.
Ακίνητος σ’ ένα ραγισμένο υπόγειο
στην πλατεία Κολιάτσου.
Η λάμπα κι η βρύση του μπάνιου ανοιχτές.
Κι οι ενοχές να χορεύουν γύρω μου
τσάρλεστον....

(Αφιερωμένο στον Γ. Ήταν μόλις 21 ετών. Κάποιος γραφειοκράτης θα θέσει τον φάκελο της υπηκοότητάς του "στο  αρχείο". Είχε προλάβει να μου σώσει δυο φορές τη ζωή. Αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί στην άκρη της ασφάλτου προχθές που με χρειάστηκε...)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

"Ημερολόγιο λιποταξίας" (98) - Ο "Έλληνας" στ’ αρμένικα λέγεται "πούτσος"!

Ο Γκριγκόρ με ανεβάζει σ’ έναν καταπράσινο λόφο.
"Όταν ήρθε ο πατέρας μου με τους άλλους πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα, εδώ εγκαταστάθηκαν. Τότε ήταν ένας ξερότοπος. Εκείνοι τον έσκαψαν, τον φύτεψαν και τον πότισαν".
Στο σημείο εκείνο υπάρχει σήμερα ένα λιτό Μνημείο της Γενοκτονίας. "Γκενοτσίντ" λέγεται η "γενοκτονία" στ’ Αρμένικα. Πολύ πλούσια γλώσσα η αρμένικη. Αλλά μέχρι το 1915 τέτοια λέξη δεν είχε...
Το Μνημείο αποτελείται από δώδεκα μεγάλες γρανιτένιες πλάκες. Όσα και τ’ αρμένικα βιλαέτια που ξεκληρίστηκαν αρχικά απ’ τον Αβδούλ Χαμίτ και μετά τους Νεότουρκους.
Το αρμένικο αλφάβητο έχει 36 γράμματα. Τους Έλληνες τους λένε "Ούιν". 
Σίγουρα είναι παραφθορά του "Γιουνάν". Αλλά έτσι όπως το προφέρουν οι Αρμένιοι, βάζοντας κι ένα ελαφρό "χ" μπροστά, ακούγεται σαν τη ρώσικη λέξη που σημαίνει "πούτσος"!
Όσοι Αρμένιοι έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο, ένα δεν μπορούν να ξεχάσουν απ’ την ελληνική γλώσσα: είναι η πλουσιότερη σε βρισιές των θείων!
Δεν θα ’λεγα πως οι Αρμένιοι είναι τόσο θρησκόληπτοι όσο οι Ρώσοι. Μπορεί η Αρμενία να ήταν το πρώτο χριστιανικό κράτος της ιστορίας, αλλά ανέκαθεν οι Αρμένιοι πήγαιναν στις εκκλησίες τους κυρίως για να δηλώσουν την αρμενικότητά τους παρά τη θρησκευτικότητά τους...
Στις πλατείες του Ερεβάν μου έκαναν εντύπωση δύο κυρίως αγάλματα: Του Δαυίδ Σασουνί, που είναι ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Διγενή Ακρίτα. Ο Διγενής φημολογείται πως είχε μάνα Ρωμαία και Σύρο πατέρα. Αλλά δεν αποκλείεται να τον διεκδικούν κι οι Αρμένηδες.
Το δεύτερο είναι του Βαρτάν Μαμικονιάν, που μοιάζει καταπληκτικά με τον αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορα Ηράκλειο που πολέμησε με νύχια και με δόντια να προστατέψει την Αρμενία απ’ τους Πέρσες, αφήνοντας αφύλακτη κι αυτήν ακόμα τη Βασιλεύουσα...
"Χατς" στ’ αρμένικα είναι ο σταυρός και "καρ" η πέτρα. "Χατσκάρ" είναι το αιώνιο καλλιτεχνικό σύμβολο των Αρμενίων. Πρόκειται για μια μεγάλη πέτρα, σαν αυτή της φώτο, που στη μέση σκαλίζεται ο τίμιος και ζωοποιός σταυρός και γύρω-γύρω σκαλίζουν της παναγιάς τα μάτια: λουλούδια, φρούτα, ζώα, ανθρώπους, πουλάκια, γράμματα...
Η γνωριμία με την Αρμενία πρέπει να ξεκινάει με ένα χατσκάρ. Είναι το αρμένικο αραβούργημα, που θα το δεις παντού, σε σταυροδρόμια, επιτύμβιες στήλες, κήπους και πάρκα. 
Σ’ αυτή την όρθια λεπτοδουλεμένη πλάκα συμπυκνώνεται η ιδιοσυγκρασία ενός ολόκληρου λαού...

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Με το Θρύλο στο Βέλγιο...

Οι κολλητοί μου γουστάρουν να κυνηγάν το Θρύλο σε Γάνδες και Μπριζ. Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Αλλά εγώ καλοκαιριάτικα έχω άλλα σχέδια. Όσο ακόμα κελαϊδάει ο δρυοκολάπτης μου θα τον χώνω αβέρτα όπου βρίσκω τρύπα. 
Ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει. Λυγερόκορμες Βαλώνες και χοντρόκωλες Φλαμάνες.  Ποτέ δεν κοίταξα ηλικία. Τα όρια τα θέτει η μάνα κι η κόρη σου. Απλά, ποτέ δεν πηδάς καμία μικρότερη της κόρης σου και μεγαλύτερη της μάνας σου...
Παρατάω τον Λέχρα, τον Λιγδιάρη και τον Σινάχη και φεύγω για Αμβέρσα. Ραντεβού στις Βρυξέλλες για επιστροφή στην Αθήνα. Ως τότε ο κάθενας με το ραβδί του και την ψωλή του...
Μια αόρατη δύναμη μ' έσπρωχνε στα δρομάκια της Αμβέρσας, τα δροσερά κι ανήλιαγα. 
Σ' αυτό το λιμάνι ποτέ δεν θυμάσαι τις νύχτες. Μόνο τα πρωινά μένουν στο μυαλό σου. Με τις αχτίνες του ήλιου να μπαίνουν στο δωμάτιο και δίπλα σου απλωμένο το γυμνό δέρμα κάποιας πουτάνας...
Στο πρώτο μπαρ που μπήκα, αμέσως βλεφάριασα ένα μουνί που φαινόταν πως κάνει καλό γαμήσι. 
Με το δεξί μου χέρι έξησα τ' αχαμνά μου. Ένας παλιός ναυτικός μου είχε πει πως πάντα όταν είμαι ανάμεσα σε πολλές γυναίκες να "τακτοποιώ την οικογένεια". Αυτό αρέσει πολύ στις γκόμενες. Σε δείχνει σέξι κι εκείνες καυλώνουν.
Πήγαμε στις τουαλέτες. Άρχισε να τρίβει τον κώλο της στον πούτσο μου. Έχωσα το χέρι μου στην κιλότα της. Δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. 
Με ανέβασε στο καπάκι της τουαλέτας και μου έκανε από κάτω ένα σπατουλάρισμα ξεγυρισμένο. Απ' τον πούτσο πήγαινε στ' αρχίδια, μετά στον κώλο και πάλι απ' την αρχή. Κι όταν τον πήρε όλο στο στόμα της τον κατέβασε μέχρι κάτω. Απορώ πώς το κάνουν αυτό μερικές γκόμενες χωρίς να πνίγονται...
Επόμενη στάση σ' ένα κλαμπάκι. 
Ένα κορίτσι κουνιέται απίστευτα. Την πλησιάζω. Η αισθαντική μυρωδιά της με ποτίζει ως το αίμα. Σαν ρούμι σφηνάκι. Μια κι έξω.
"Μπορείς απλώς να με χωρεύεις", μου λέει. "Και να καυλώνεις, δεν μ' ενοχλεί"...
Κάτι τέτοια γκομενάκια με κάνουν να ξεχνώ πόσο ηλίθιος και πελαγωμένος στη ζωή είμαι.
Πιάνουμε ένα τραπεζάκι. Το ξέκωλο παραγγέλνει αβέρτα ποτάκια. 
Το έργο το 'χω ξαναδεί. Στο τέλος θα μου φέρουν έναν λογαριασμό μαμούθ, δεν θα 'χω να τον πληρώσω, θα φωνάξουν τον μπράβο του μαγαζιού, κάποιο τέρας αράπακλα, εκείνος θα με πιάσει απ' το λαιμό και θα με σηκώσει μισό μέτρο απ' το έδαφος, τα μάτια μου θα πεταχτούν έξω σαν του Κυριάκου, στο τέλος θα βρούμε κάποια συμβιβαστική λύση. Θα μου κρατήσουν το διαβατήριο για μια μέρα μέχρι να βρω τα λεφτά και να τους τα φέρω...
Να, κάτι τέτοιες ώρες χρειάζομαι τους κολλητούς που πέφτουν  στη φωτιά και καθαρίζουν για πάρτη μου. Αλλά τέτοια ώρα θα είναι στο μπαρ του γηπέδου της Μπριζ και θα ρουφάνε φτηνές μπύρες τα καθάρματα...

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Γιατί είμαι (ή δεν είμαι) Μαρξιστής! (Α’ - Γιατί οι μαρξίστριες έχουν κλειστά τα μπούτια;)

Ας ξεκινήσουμε απ’ τα βασικά:
Κατ’ αρχήν ο Μαρξ γεννήθηκε στη Γερμανία. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Άλλωστε, τον 19ο αιώνα η Γερμανία ήταν το παγκόσμιο κέντρο της φιλοσοφίας. Σαν την αρχαία Αθήνα ένα πράγμα.
Κατά δεύτερον, ήταν καταγωγής εβραϊκής, από γενιά ραβίνων και μεγάλωσε ως τα έξι του χρόνια σε αυστηρό εβραϊκό περιβάλλον.
Αυτό, μάγκες μου, δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε εύκολα. Είναι πρόβλημα! 
Δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά, πώς να το κάνουμε, οι Εβραίοι έχουν ορισμένες εμμονούλες. Και η μεγαλύτερη απ’ αυτές είναι πως όλοι ονειρεύονται να γίνουν Μεσσίες, άντε στη χειρότερη Προφήτες.
Νομίζω πως κάπου εκεί την πάτησε κι ο Μαρξ. Έκανε του κόσμου τις προφητείες για το μέλλον του κόσμου, που κατά 99% διαψεύστηκαν.
Έπεσε εντελώς έξω στις προφητείες του για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Η μεσαία τάξη δεν εξαφανίστηκε ούτε προλεταριοποιήθηκε, αντιθέτως οι προλετάριοι αστικοποιήθηκαν, αυξήθηκε το βιοτικό τους επίπεδο και μετατράπηκαν σε νεοσυντηρητικούς του κερατά, έτοιμη τροφή για Χρυσές Αυγές και Εθνικά Μέτωπα...
Και φτάνουμε στο τρίτο: όταν ο Μαρξ ήταν έξι ετών η οικογένειά του άλλαξε θρήσκευμα και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό-Λουθηρανισμό.
Κανείς δεν το έχει αναλύσει σε βάθος αυτό το ζήτημα. Το κάνω εγώ, εδώ και τώρα, για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Για τον μικρό Μαρξ αυτή η μεταστροφή βιώθηκε ως εξής: ο Μεσσίας που περιμένουν οι Εβραίοι δεν θα έρθει ποτέ. Ας παραμυθιάσουμε τον εαυτό μας πως ήρθε για να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτές τις μπερδεψοδουλίτσες. Κι ας περιμένουμε τη Βασιλεία των Ουρανών και τη Δευτέρα Παρουσία που επίσης δεν θα έρθουν ποτέ!
Προσέξτε τώρα πώς αυτό το μοτίβο το μετέφερε στην πολιτική: παραμυθιάζουμε τον εαυτό μας πως ο Μεσσίας-Διεθνές Εργατικό Κίνημα ήρθε, ονειρευόμαστε τη Βασιλεία των Ουρανών-Δικτατορία του Προελταριάτου, ελπίζουμε στη Δευτέρα Παρουσία-Σοσιαλιστική Κοινωνία που επίσης δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ, και συνεχώς αναβάλλουμε την "επανάσταση" (η Βασιλεία των Ουρανών "βιάζεται", λένε τα Ευαγγέλια) με το αιτιολογικό πως "οι συνθήκες δεν έχουν ακόμη ωριμάσει"!
Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στην εποχή του ο Μαρξ ήταν "κόκκινο πανί" των περισσότερων εργατικών συνδικάτων επειδή συνεχώς τους αποθάρρυνε να επαναστατήσουν!
Και κλείνω με μια τελευταία παρατήρηση: αυτοί οι προτεστάντες, λουθηρανοί, καλβινιστές και το κακό συναπάντημα, είναι πολύ συντηρητικοί περί τα ηθικά. 
Όσο κι αν ο Μαρξ τους αποκήρυξε στην ωριμότητά του, είναι αδύνατο να μην τον επηρέασαν στην κρίσιμη παιδική του ηλικία. Δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο πως ο μουσάτος κάθε άλλο παρά "γαμιάς" θεωρούνταν!
Ούτε είναι τυχαίο που ακόμα κι οι σημερινοί ΚουΚουΕδες είναι πιο ηθικολόγοι κι απ’ τους Ιεχωβάδες! Κοντεύω τα πενήντα κι ακόμα δεν γνώρισα μπολσεβίκα που ν’ ανοίγει τα μπούτια χωρίς ηθικές αναστολές...

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Κατακαλόκαιρο στις πιάτσες της Αθήνας (Β’ - Όταν μου τραβάν μαχαίρι εγώ καβλώνω!)

Απ’ το Θησείο περνάω απέναντι στο Γκάζι. Γμτ μου... η περιοχή έγινε εντελώς κωλοχανείο!
Εγώ ζω σε μια εντελώς άλλη εποχή: στο προπολεμικό Γκάζι. Τότε που πίσω απ’ τον τοίχο του Φωταερίου γινόταν ζωοπανήγυρη. Πουλούσαν γαϊδούρια, μουλάρια, σανό, σαμάρια, χαλινά...
Και πιο κάτω, στις σιδηροδρομικές γραμμές ήταν το "γκέτο". Αν σου κόταγε ας πέρναγες από κει...
Κόβω μέσα στα στενάκια. Σπίτια παλιά, ακατοίκητα, ερειπωμένα.
Κολλάω σ’ ένα ετοιμόρροπο με παλιά ξύλινη πόρτα με το σιδερένιο κρίκο ακόμα πάνω της. Εδώ φαίνεται οι παλιοί ένοικοι έδεναν το γαϊδουράκι τους.
Σπρώχνω. Μπαίνω στην αυλή. Στη μέση ένα άχρηστο πηγάδι με το σκουριασμένο μαγκάνι του. Μια χτικιασμένη συκιά.  Ένα μισογκρεμισμένο πλυσταριό. Σοβάδες κρέμονται από παντού...
Ξαφνικά αναδεύεται μια κουρτίνα. Ένας κοκαλιάρης γέρος εμφανίζεται φορώντας κάτι σαν άσπρο φέσι. Μου κάνει νόημα να μπω. Μιλάει μισοελληνικά μισοτούρκικα.
Μπαίνω. Σ’ ένα δωμά οκτώ νομά. Ο αργιλές στη μέση χοχλάζει. Θαμπά ντουμάνια ανεβαίνουν με κυκλική κίνηση προς το νταβάνι. Αράζω κατάχαμα σ’ ένα καφετί μαξιλάρι.
Το μαρκούτσι βολτάρει από στόμα σε στόμα. Λιγωμένες ξερακιανές μούρες τραβούν πηχτές ρουφηξιές. Το καίνε, κι απ’ τη μυρουδιά πάνε να σπάσουν τα μηλίγγια σου.
Ένας μουστακαλής με σκουντάει και μου τον πασάρει για μια τζούρα. Το σάλιο πήζει απ’ τον αργιλέ.
Το γυαλί στη μέση του δωματίου έχει φορτωθεί κόχλες. 
Απ’ το πουθενά εμφανίζεται ένα κοριτσάκι. Ξυπόλυτο. Δεν πρέπει να ’ναι πάνω από δεκατριών. Φοράει μια κλαρωτή τσιγγάνικη φουστίτσα. Κρατάει ένα δίσκο και μας κερνάει. Ο κοκαλιάρης γέρος πιάνει και γρατσουνάει ένα παλιομπούζουκο. 
Η μικρή παρατάει το δίσκο, παίρνει τη μασιά κι αλλάζει τα καρβουνάκια στο λουλά.
Είμαι ήδη ζαλισμένος. Την κοιτάζω κι αναστενάζω. 
Εκείνη βλέπει λοξά το γέρο που της κάνει νόημα με το κεφάλι. Το κορίτσι αρχίζει να με πλησιάζει χορεύοντας. Βγάζω ένα χαρτονόμισμα και τ’ αφήνω στο δίσκο. Με πιάνει απαλά απ’ το χέρι και με πάει στο διπλανό δωμάτιο. Το μπουζούκι του γέρου δυναμώνει την ένταση...
Κάποια ώρα αποφασίζω να πάρω το δρόμο του γυρισμού. Έξω θεοσκότεινα. Κάπου σκοντάφτω. Ένα πρεζόνι στο πεζοδρόμιο βαράει ένεση στην πατούσα. Και παραδίπλα ένα άλλο σφίγγει το λάστιχο στο μπράτσο κι η φλέβα έχει ήδη πεταχτεί.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ένας μαλάκας με κόβει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Έτσι κοντός που είμαι δεν του γεμίζω το μάτι. Τραβάει μαχαίρι. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις. Βγάζω το ρολόι και το πετάω στα πόδια του.
Απ’ τη  φάση έχω ξελαμπικάρει. Μου ανέβηκε η αδρεναλίνη και ξανακάβλωσα.
Αποφασίζω να μην πάω προς Ζωγράφου. Το κόβω με τα πόδια για Κολωνό. Στο λοφάκι με τα χαμηλά πεύκα. Εκεί συχνάζουν τέτοια ώρα αγοράκια που ψάχνουν για χαρτζιλίκι. Για χαρτζιλίκι και άσπρη...

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

"Ημερολόγιο λιποταξίας" (97) - Στην Αρμενία των βουνών και των θρύλων...

Φτάνουμε επιτέλους στην Αρμενία. Τούτη η χώρα είναι πολύ μικρή. Κάτι σαν την Αλβανία. Περίπου το 1/4 της Ελλάδας.
Η μοίρα φύτεψε τους Αρμένηδες σε πολύ δύσκολη περιοχή. Απ’ την αρχαιότητα πολλοί πολέμησαν να τους φάνε. Και πολλές φορές τους έφαγαν. 
Αλλά είναι ράτσα μυστήρια. Κατόρθωσε να επιζήσει.
Αν στην Ελλάδα επικρατεί μια φορά αντι-τουρκισμός, εδώ είναι χιλιαπλάσιος.
Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς: οι Αρμένιοι δεν είναι και τα "καλύτερα παιδιά". Όταν περνούσε απ’ το χέρι τους έκαναν κι αυτοί μεγάλα εγκλήματα εις βάρος των Κούρδων και των Τούρκων. Νόμος της ζωής: μονός καβγάς δεν γίνεται...
Οι Αρμένηδες έχουν πολλά κοινά με τους Εβραίους. Έχουν κι αυτοί το εμπορικό δαιμόνιο. Κι είναι σκορπισμένοι σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Σπάνια να βρεις μεγάλη πόλη χωρίς αρμένικο νεκροταφείο...
Απ’ τους σημερινούς κατοίκους της Αρμενίας μόνο το 20% είναι ντόπιοι. Οι παππούδες των υπόλοιπων είχαν γεννηθεί σε άλλα κράτη.
Κάνω μια καλή γνωριμία. Τον νεαρό Γκριγκόρ. Ο παππούς του είχε γεννηθεί στην Κοκκινιά κι έπαιζε στο Σχιστό. 
Ο Γκριγκόρ είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τις αρμένικες συνοικείες της Καισαριανής, της Ερυθραίας, για το Δρουγούτι. Και φυσικά για τα περιβόητα Δεκεμβριανά του ’44. Ο παππούς ήταν στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ και πολέμησε στα ίσα τους Άγγλους αλεξιπτωτιστές...
Είπαμε προηγουμένως πως οι Αρμένηδες δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Αυτό φάνηκε και στα δικά μας Δεκεμβριανά. Ήταν απ’ τους αποφασιστικότερους και σκληρότερους μαχητές του ΕΛΑΣ. Τους φοβήθηκε το μάτι ακόμα και των κοτραμπασήδων Βουρλιωτών της Καισαριανής...
Ο Γκριγκόρ με πάει σε ένα σημείο που φαίνεται καθαρά το Αραράτ. Το βουνό αυτό είναι η "Ακρόπολη της Αρμενίας".
"Για να καταλάβεις τι σημαίνει για μας να βρίσκεται το Αραράτ στο τούρκικο κράτος, ένα μόνο θα σου πω: είναι σα να ζεις εσύ στον Λυκαβηττό και στο Σύνταγμα ν’ αρχίζει η Τουρκία κι εσύ να βλέπεις κάθε μέρα την Ακρόπολη με την τούρκικη σημαία"...
Πάντως, αυτό το βουνό είναι απίστευτο. Όλοι οι άνθρωποι είναι δεμένοι με τα βουνά της πατρίδας τους. Αλλά τούτο δω, σχεδόν πεντέμισι χιλιάδες μέτρα ψηλό, και με την κορυφή του χωμένη αιωνίως στ’ άσπρα νέφη και χιόνια, είναι άλλο πράμα. Θυμίζει λίγο το γιαπωνέζικο Φουτσιγιάμα.
Στην Αρμενία χορταίνεις βουνά και θρύλους.
Δεν είναι μόνο το Αραράτ που τους στοιχειώνει. Είναι κι η λίμνη Βαν, μια ακόμα κοιτίδα του αρμενισμού που κατέχεται απ’ την Τουρκία.
"Ο ουρανός έχει τον παράδεισο", μου λέει ο Γκριγκόρ, "κι η γη τη λίμνη Βαν"...

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Είμαι 16άρης, σας γαμώ τα λύκεια! (Δ’) - Σας ορκίζομαι, δεν ήμουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου!

Τελικά είμαι πολύ τυχερός που ξαναζώ τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου!
Τώρα συνειδητοποιώ πως η εφηβεία δεν είναι ηλικία αλλά αρρώστια που γιατρεύεται μόνο με έρωτα.
Νομίζω πως ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Αμοιβαία και σφοδρά.
Η Μαιρούλα είχε την περασμένη βδομάδα την πρώτη της περίοδο. Κάποτε η κοριτσίστικη περίοδος ήταν μεγάλο ταμπού. Αλλά τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Μου το ανακοίνωσε αμέσως με μηνυματουλάκι στο κινητό. Έκανε ανάρτηση και στο φέις. Το έμαθαν όλοι οι συγγενείς της και έγινε ΤΟ γεγονός της οικογένειας.
Το βρίσκω λίγο άδικο. Για μας, τ’ αγόρια, κανείς δεν πανηγυρίζει για την πρώτη μας στύση. Αλλά, οκ, ας μην το κάνω θέμα...
Το ’χα ξαναπεί. Εμείς τ’ αγόρια έχουμε ένα προβληματάκι με το μπάνιο. 
Πριν αρχίσουμε το γκομένισμα άντε με το ζόρι να κάνουμε ένα μπάνιο τη βδομάδα. 
Όσο κυνηγάμε ένα κοριτσάκι πλενόμαστε τουλάχιστον μια φορά τη μέρα. 
Αλλά όταν ολοκληρώσουμε τις σχέσεις μας το πράγμα απλουστεύει κάπως: κάνουμε ένα ντουζάκι "πριν" κι ένα "μετά".
Είπα "ολοκληρώσουμε" και θυμήθηκα πως με τη Μαιρούλα είμαστε ακόμα στο πλατωνικό. Χθες μου έδωσε ένα φιλί με διακοπές. Μπορώ άραγε να το μετρήσω για τρία;
Το πότε θα το "κάνουμε" είναι θέμα χρόνου, διάθεσης και συνθηκών. Δεν πρέπει να το πιέσουμε. Κι ας αργήσει όσο θέλει. Δηλαδή, τι κατάλαβα με τόσα πηδήματα που έκανα μέχρι σήμερα; Πολύ θα γούσταρα να είμαι στα 48 μου παρθένος, κι ας λένε κάποιοι ότι θα είχα λωλέψει. Δεν το πιστεύω.
Πάντως, καλού-κακού, κάνω καθημερινά εξάσκηση ώστε, όταν έρθει η ώρα, να φορέσω το προφυλακτικό εύκολα και κουλάτα. Με αέρα. 
Ε ρε άγχη που έχουμε κι εμείς τ’ αγόρια. Ενώ τα κορίτσια ξαπλώνουν, ανοίγουν πόδια και περιμένουν από μας τα πάντα!
Η Μαιρούλα είναι η κυρίαρχη του παιχνιδιού. Αυτή παίρνει όλες τις πρωτοβουλίες. Εγώ δεν ζητάω τίποτα. Αλλά σάμπως ξέρω και τι να ζητήσω; 
Όταν γυρνάμε απ’ το σχολείο χεράκι-χεράκι, έχω ένα μόνιμο χαμόγελο ηλίθιου. Αναπνέω την ανάσα της, νιώθω τριγύρω μου την κοριτσίστικη αύρα κι ένα μαγικό γαργάλημα ανάμεσα στα πόδια μου.
Μου "σηκώνεται" και κάνω χίλια δυο κόλπα να το "ρίξω". Σκέφτομαι μια φαφούτα γριά καβλωμένη με την πάρτη μου, λέω το "Χριστός Ανέστη", σκέφτομαι μια γκιλοτίνα να πέφτει και να μου το κόβει σύριζα. Το τελευταία πιάνει σχεδόν πάντα. Ξεραίνεται αμέσως...
Η στύση είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άντρας. Κι ας μην του σηκώνεται αποκλειστικά όποτε θέλει κι όσο θέλει. 
Καλά τώρα που είναι η Μαιρούλα δίπλα μου κι έχω μια δικαιολογία που μου σηκώνεται. Στο στρατό ήταν το πρόβλημα. Που τον είχα σα κοντάρι τη μισή μέρα, και τι να έλεγα; Με καβλώνει ο λοχίας;
Ξέχασα να σας πω ότι έχω πρόβλημα με τη μανούλα της Μαιρούλας. 
Πρώτον, με απειλεί πως θα με καταγγείλει στην αστυνομία για παιδεραστή. Είναι τρελή η γυναίκα. Επιμένει πως δεν είμαστε συμμαθητές αλλά πως δήθεν εγώ είμαι ένας προκλιμακτήριος πενηντάρης!
Δεύτερον, κάθε φορά που βγαίνουμε για καφεδάκι, μας ταράζει στις κλήσεις στο κινητό. Αυτό το μπουρδελομηχάνημα είναι ο μακρύτερος ομφάλιος λώρος. Αποκλείεται να ξεφύγεις από "μαμά-ελικόπτερο"!
Πάντως η Μαιρούλα με κάνει ευτυχισμένο. Είναι η μόνη που σέβεται την άποψή μου, με ενθαρρύνει στη ζωή μου, μου βγάζει ό,τι καλύτερο κρύβω μέσα μου, με κάνει περισσότερο άνθρωπο.
Το ερχόμενο Σάββατο θα γνωρίσω προσωπικά τους δικούς της. Θέλουν, λέει, να ξέρουν με ποιον βγαίνει η κόρη τους. Μπορεί, και καλά, να είμαι και κανένας βιαστής, ψυχασθενής εγκληματίας κ.λπ. 
Ο μπαμπάς της με ρωτάει κάτι άκυρα. Αν ήμουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73 ή στο Μάη του ’68 στο Παρίσι. Μα καλά; Τόσο μεγάλος δείχνω;
Καλού-κακού θα πάω στην οικογενειακή συνάντηση φορώντας την ακριβή πανοπλία μου: "ότι και να πείτε στ’ αρχίδια μου"!
Η Μαιρούλα μού κάνει εντατικά μαθήματα να δείχνω μικρότερος. Μου φόρεσε δυο-τρία σκουλαρικάκια, χτύπησα ένα τατουαζάκι απ’ τον καρπό ως τον αγκώνα, έσκισα το τζινάκι μου στο ύψος των γονάτων...
Αλλά έκλεισα κι ένα ραντεβού με τον μπαρμπέρη να με ξουρίσει κόντρα. Δεν κάνει, λέει, να εμφανιστώ με το μούσι. Γιατί πάσχω από αλπισμό και δείχνω γεροντοφρικιό...

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Κατακαλόκαιρο στις πιάτσες της Αθήνας (Α’ - Η Αθήνα έχει πολλές "Τρούμπες"!)

Εσείς πηγαίνετε στα νησιά, στα βουνά, στα χωριά σας, όπου γουστάρετε τέλος πάντων. Εγώ φέτος το καλοκαίρι θα μείνω εδώ, στο αθηναϊκό κέντρο που δεν τ’ αλλάζω με τίποτα.
Θεωρώ ατυχία μου που δεν πρόλαβα την πειραιώτικη Τρούμπα. Αλλά πήρα μια μικρή γεύση Τρούμπας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στη Γλυφάδα, όταν ακόμα λειτουργούσε η Αμερικάνικη Βάση του Ελληνικού. 
Θυμάμαι τα δίμετρα γομάρια της Στρατιωτικής Αστυνομίας να ξυλοφορτώνουν με τα γκλοπ τα αμερικανάκια και να τα μαζεύουν απ’ τα πεζοδρόμια τύφλα στο μεθύσι ή στη μαστούρα...
Αλλά τώρα μιλάμε για την Αθήνα του σήμερα. Που δεν έχει μία αλλά πολλές "Τρούμπες". Μόνο που τις λένε "πιάτσες".
Στις πιάτσες της Αθήνας επικρατεί διεθνισμός και ανεξιθρησκεία. Άγιοι και δαίμονες κάνουν παρέα. Τζογαδόροι, νταήδες, νταβάδες, μούτρα, εμπόροι και μπράβοι αλωνίζουν ασύδοτα. "Κορίτσια" σε φωνάζουν από πόρτες και παράθυρα, σου στέλνουν φιλιά, σε αρπάζουν αγκαζέ στο πεζοδρόμιο.
Εδώ βρίσκεις τα πάντα: ξενυχτάδικα, μπαρ, καμπαρέ, μπαρμπουτιέρες, τεκέδες, πουτανάδικα, κρυφά και φανερά μπουρδέλα, το καθένα με τη χάρη του και τη μπόχα του...
Οι πιάτσες δεν είναι για φόβο αλλά ούτε και για μαγκιές. Τα φανερά και τα κρυφά αφεντικά, που ελέγχουν τα πάντα και τους πάντες, δεν γουστάρουν άγρια ντράβαλα. 
Αν οι πελάτες κινδυνεύσουν ή φοβηθούν τότε η πιάτσα θα ερημώσει και θα χαθούν τα μπικικίνια. Σχεδόν είναι αδύνατο να συμβεί βιασμός. Και φονικά γίνονται μόνο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών του υποκόσμου.
Εδώ κανείς δεν έπαθε τίποτα αν δεν πήγε γυρεύοντας. Σίγουρα πρέπει να είσαι προσεκτικός και κυρίως μην προσπαθήσεις να το παίξεις μάγκας-δάγκας. Πλήρωσε το λογαριασμό σου, άσε κι ένα πουρμπουάρ, μη χώνεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν, μίλα λίγο και δεν θα ’χεις πρόβλημα.
Το φόβο για την πιάτσα τον σπέρνουν οι παπάδες, κάτι θεούσες, οι μικροαστοί γονείς και τα βουτυρόπαιδά τους...
Γενικά, τους μάγκες μην τους φοβάσαι. Είναι ευθείς, σοβαροί και υπεράνω μικροτήτων. 
Να προσέχεις μόνο τους ψευτο-κούτσαβους. Που για να το παίξουν άντρες μπορεί να ξυραφιάσουν κανέναν αχαμνό περαστικό για να πουλήσουν μόστρα στους άλλους. Ο καημός τους είναι "πες τε με μάγκα και τι στον κόσμο".
Παρεούλα, λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι θα σουλατσάρουμε στις αθηναϊκές πιάτσες. Παρέα με κλεφτρόνια, πρεζόνια, λαθρέμπορους, σωματέμπορους, τεκετζήδες υπεράνω υποψίας, πουστρόνια και πεταλουδίτσες. Με αλλοδαπές που τις έφεραν ως χορεύτριες αλλά εδώ έμαθαν καλά τον ... ανάσκελο!
Θα γνωρίσουμε και ματάκηδες, κολλητηριτζήδες, επιδειξίες, μούρες για όσκαρ ηθοποιίας. 
Κουνιστούς που ψάχνουν αράπικες ψωλές αλλά και το αντίστροφο. "Φίλε, βάλε λευκό πούτσο να βάλω μαύρο κώλο"! Γενικώς, πέφτει πολύ φάσωμα στην πιάτσα. Κι όλοι φεύγουν περιποιημένοι, διπλόφαρδα και τριπλόφαρδα...