Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Το καλύτερο προφυλακτικό είν’ το παντελόνι!

Μετά το φετινό Πάσχα είχα μείνει χωρίς λεφτά και χωρίς γκόμενα. Αλλά δεν ήμουν και τελείως σε "φάση Καρυωτάκη"! Είχα τις παρεούλες μου, έπινα τα μπυρόνια μου, παράπονο δεν είχα. Έπαιζε πού και πού και λίγο ξερό σεξάκι, έτσι για τις κάβλες της άνοιξης...
Ώσπου τη γνώρισα σ’ ένα πάρτι που έκανε ούτε κι εγώ θυμάμαι ποια αναρχική ομάδα σε μια κατάληψη στα Πατήσια.
Μόλις την είδα ένιωσα ένα γλυκό λίγωμα ανάμεσα στα σκέλια μου. Είχε κάτι μάτια πολύ ερεθιστικά. Σ ενθάρρυναν να κάνεις τις πιο τολμηρές σκέψεις. Κι άφηναν να σου γεννηθεί η ελπίδα πως μπορεί και να τις εκπληρώσεις...
Ήταν αυτά ακριβώς τα μάτια που, όταν έκατσε δίπλα μου, υποσχέθηκαν κάτι που δεν ταίριαζε με τη στιγμή. 
Κι όντως! Μεσ’ το ημίφως μού το ’παιξε έξω απ’ το παντελόνι τόσο τέλεια και συγχρονισμένα λες και το έκανα μόνος μου. Όλα έδειχναν πως είχε ξεκινήσει κάτι που τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει.
Κάποια στιγμή, αποκαμωμένοι όλοι μας απ’ τη δυνατή μουσική και τις ουσίες, ξαπλώσαμε όπου έβρισκε ο καθένας για έναν γρήγορο υπνάκο. 
Κάπου την έχασα, αλλά δεν άργησα να την εντοπίσω ανάμεσα στο πλήθος των ιδρωμένων κορμιών, κάπου στην άλλη άκρη του πατώματος. 
Είχε καβαλήσει έναν μαλάκα και κουνιόταν πάνω του σαν τρελή. "Το κάνω, το κάνω!", ούρλιαζε. "Περίμενέ με, περίμενέ με καριόλη, μην τελειώσεις κάηκες, θέλω να χύσω κι εγώ!"...
Σε λίγο έγειρε δίπλα του σχεδόν κλαίγοντας και μουρμουρίζοντας "τέλειωσα... τέλειωσα...".
Είχα πολύ ερεθιστεί. Με τα χίλια ζόρια, πατώντας επί "πτωμάτων", κατάφερα να την πλησιάσω. 
Μου τον έπαιξε πάλι έξω απ’ το παντελόνι. Αλλά αυτή τη φορά έσκυψε στ αυτί μου και μου αράδιαζε του κόσμου τα προστυχόλογα. Είχε ξανά ερεθιστεί. Το έδειχναν τα μάτια της που γυάλιζαν.
Χάιδεψα τα μπούτια της. Ήταν μούσκεμα απ’ τα υγρά της. Ανέβηκα πιο πάνω. Ένιωσα στα δάχτυλά μου το σπέρμα του προηγούμενου.
"Εσύ δεν πρόκειται να με πηδήξεις!", μου είπε. Μου άναψε τσιγάρο, έκατσε στα τέσσερα, έβαλε στην πλάτη της ένα τασάκι, κι άρχισε να μου παίρνει πίπα πάλι έξω απ’ το παντελόνι! Έσβησα σχεδόν ταυτόχρονα με την κάφτρα του τσιγάρου στο τασάκι. 
Ξαναβρεθήκαμε μετά από δυο μέρες. Ήταν ολοφάνερο πως γούσταρε τα κρυφά κι επικίνδυνα σεξουαλικά παιχνίδια. 
"Θέλω να παίξουμε τα μωρά!", μου είπε.
Δεν με χαλούσε καθόλου η ιδέα της.
Όλη μέρα ζουμπιώμαστε, γαργαλιόμαστε, φτιάχνουμε κατά φαντασίαν φαγητά, πετάμε ο ένας στον άλλον μια αόρατη μπάλα, κι όταν δεν μπορώ να κρατηθώ και της σκάω ένα φιλάκι ζητάει βοήθεια απ’ τον Πίπη, τον υπερήρωα-σκουληκάκι που τρέχει να τη σώσει και μου δαγκώνει με δύναμη τη μύτη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: