Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Κρίσεις μαύρου πυρετού! (Α’ - "Κόλαση" ή "Παράδεισο";)

Μη ρωτάτε πώς βρέθηκα στο Σάντος της Βραζιλίας. Θα σας το πω άλλη φορά. Ή, μάλλον, δεν θα σας το πω ποτέ!
Το παπόρο δεμένο στο λιμάνι κι εμείς, λιγούρια ανήμερα, να κυνηγάμε μουλάτες στα καλντερίμια. Με παντελόνια διαρκώς φουσκωμένα από μπροστά αλλά πάντα άδεια στα πλάγια...
Τότε έκανα παρέα μ’ έναν Σικελό, τον Λορέντζο, μεγάλο ρεμάλι αλλά πολύ πιστό καθολικό! 
Δούλευε στους ιταλικούς σιδηροδρόμους, έπλενε πιάτα στο βάγκον-ρέστοραν. Αλλά ο μάγκας δεν έπλενε κανένα πιάτο. Εκσφενδόνιζε τα βρώμικα πιάτα έξω απ’ το παράθυρο την ώρα που δεν τον έβλεπε κανείς κι έβαζε στη θέση τους καινούργια. Ώσπου τον τσάκωσαν, τον απέλυσαν κι αναγκάστηκε να μπαρκάρει...
Ο Λορέντζο ήταν μεγάλος γαμιάς αλλά δεν είχε λέγειν και δυσκολευόταν να προσεγγίσει τα κορίτσια. Αυτή τη δουλίτσα την αναλάμβανα εγώ. 
Τον άφησα να πηδάει μια γριέτζω που μας έδινε καλό χαρτζιλίκι, αλλά είχε ακράτεια ούρων και την ώρα που τη γλειφομουνιάζαμε της "έφευγαν". Εγώ δεν το άντεχα, αλλά ο Λορέντζο ήταν σκληροπυρηνικός κι ανθεκτικός.
Καθώς χαζολόγαγα σ’ ένα σεξομάγαζο, εντόπισα μια πωλήτρια μούρλια. Πολύ καλός πάτος, με τα όλα της, στρουμπουλούλα, τσιμπουκοχειλάκια, τσαχπινούλα. 
Αγόρασα ένα σέξι κιλοτάκι και της πρότεινα να ’ρθει να το προβάρει στο δωμάτιο που χαμε νοικιάσει. Το κιλοτάκι ήταν σούπερ, απ’ αυτά με τις τρύπες σε σχήμα καρδιάς, με φερμουάρ μπροστά και με στόχο, λες κι υπήρχε περίπτωση να κάνουμε λάθος...
Μόλις σχόλασε ήρθε κατευθείαν στο δωματιάκι μας. Ο Λορέντζο ήταν ήδη "απασφαλισμένος"!
Η μικρή με γρήγορες κινήσεις γδύθηκε μπροστά μας, αλλά δεν φορούσε το κιλοτάκι που αγόρασα. Είχε ένα άλλο που από μπροστά έγραφε "παράδεισος" κι από πίσω "κόλαση"!
Αυτό διευκόλυνε κάπως την κατάσταση. Γιατί ο Λορέντζο, ως φανατικός καθολικός, γούσταρε μεν να περάσει για λίγο απ’ το καθαρτήριο της κολάσεως, αλλά τελικός προορισμός του ήταν ο παράδεισος.
Ενώ εγώ, ως ταπεινός ορθόδοξος, ένιωθα πολύ αμαρτωλός, εντελώς ανάξιος για τον παράδεισο κι ήμουν αποφασισμένος να μην ξεκολλήσω απ’ την ηρεμία της κόλασης...
Την άλλη μέρα ένας άγνωστος Άραβας προσφέρθηκε να μας κεράσει και να μας κάνει μια "πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση". Ήταν μέλος μιας μαφίας που εντόπιζε ξένους ναυτικούς, κάτι χαμένα κορμιά σαν κι εμάς, και τους πρότεινε μπίζνα. "Έχουμε τόσα κιλά πράμα, δέχεστε να τα πάτε μέχρι το Νιού Γιορκ;".
Τα λεφτά ήταν πολλά, δε λες εύκολα "όχι". Φύγαμε λοιπόν...
Στο δρόμο είπα να δοκιμάσω λίγο. Ήταν η πρώτη φορά. Άρχισα σχεδόν αμέσως να ’χω παραισθήσεις. Στο μισοσκόταδο έβλεπα αμέτρητα γυμνά κορμιά. Είχαν μαζευτεί ολόγυμνες όλες οι γυναίκες της ζωής μου. Που με αγάπησαν και τις αγάπησα, έστω και για μια μέρα.  
Γλείφαμε, δαγκώναμε, χουφτώναμε σ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Γλωσσολαλιά δικέ μου! Παντού μυρωδιά από σπέρμα, υγραμένα μουνιά, ιδρώτας από μασχάλες, κραγιόν, βαριά αρώματα, όπου άπλωνα το χέρι μου έπιανα κώλους και βυζιά!
Την άλλη μέρα ο γιατρός είπε πως ήταν κρίση μαύρου πυρετού. Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη...
Μόλις μπήκαμε στο λιμάνι του Νιού Γιορκ πλάκωσε η μπατσαρία. Μπούκαραν τα καρακόλια με δυο γαμόσκυλα κι άρχισαν να ψάχνουν κάθε γωνιά του πλοίου. 
Εγώ πρόλαβα και σκόρπισα παντού πιπέρι. Αυτό το μπαχάρι εξουδετερώνει την όσφρηση των χαφιεδόσκυλων. 
Αλλά ο μαλάκας ο Λορέντζο πανικοβλήθηκε, πήρε το πράμα και το πέταξε στη θάλασσα. Γαμώ το... πάλι μπατίρια θα μείνουμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: