Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Χορεύοντας με νεράιδες και δράκους! (Ναυτικές ιστορίες Δ' - Κατά πού πέφτει η Σουβάλα, ρε πατριώτη;)

 

Τελικά δεν ήταν ένας απλός εφιάλτης. Ήταν η ζωντανή πραγματικότητα. Όντως, είχα ξεμείνει σ' ένα ξένο λιμάνι, χωρίς κανέναν γνωστό, ολομόναχος, άφραγκος και κυρίως χωρίς "χαρτιά". 
Χτύπησα πολλές πόρτες, αλλά κανένας δεν δεχόταν να με προσλάβει χωρίς ναυτικό φυλλάδιο. Κι ας έλεγα του κόσμου τα ψέματα. Πως δήθεν είμαι "πρώτος μηχανικός" και τα ρέστα. Βέβαια, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το στρόφαλο απ' τη βαλβίδα, και την μπιέλα απ' την άτρακτο. Αλλά δεν με ένοιζε. Το κανόνι θα έσκαγε μεσοπέλαγα. Και τότε δεν θα με πέταγαν στη θάλασσα. Ασφαλώς κάποια άλλη δουλίτσα θα μου ανέθεταν...
Δεν σας κρύβω πως έζησα συνθήκες απόλυτης φτώχειας κι απελπισίας. Και σε κάτι τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος αρχίζει να σκέφτεται το πορτοφόλι των άλλων. Και να το μπερδεύει με το δικό του πορτοφόλι. Ή,, μάλλον με το πορτοφόλι που θα ήθελε να είχε. 
Κοιμόνουν στο ύπαιθρο, οπουδήποτε έβρισκα λίγο χώρο. Και παντού με κυνηγούσαν οι φακοί των μπάτσων. Έπρεπε να είμαι πάντα σε επιφυλακή. Έτοιμος να ξεγλιστρήσω έγκαιρα, να γλυτώσω τη στενή...
Αποφασίζω να πάω στο δεύτερο μεγάλο λιμάνι τούτης της κωλοχώρας. Μου είπαν πως εκεί σίγουρα θα έβρισκα θέση σε κάποιο καράβι. 
Χρησιμοποιώ το τρένο. Φυσικά λαθραίος. Τα ξέρω τα κόλπα. Και στην Αθήνα ποτέ δεν έκοβα εισιτήρια στα τρένα και στον προαστιακό. Αλλά εδώ οι ελεγκτές είναι σκληρά καρύδια. Τι να πω... μια φορά ακόμα αν μπω λαθρεπιβάτης σε τρένο αυτής της μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας, σίγουρα θα κηρύξει πτώχευση!
Αλλά και σε τούτο το πόρτο τα πράγματα είναι ίδια. Κανείς δεν είναι πρόθυμος να με προσλάβει. Με κάνουν να αισθάνομαι μεγαλύτερη ντροπή που ζητάω δουλειά απ' ό,τι αν ζητιάνευα λίγα χρήματα. 
Περνάνε είκοσι μέρες χωρίς να συμβεί τίποτα απολύτως. Κάθομαι με τις ώρες στις δέστρες του λιμανιού κι αγναντεύω το πέλαγος. ώσπου ξαφνικά ακούω μια φωνή. Παραισθήσεις απ' την πείνα?
Η φωνή προέρχεται απ' το κατάστρωμα ενός πλοίου. "Θελς δλειά;".
Έλα Χριστέ και Παναγιά! Κάποιος μου μιλάει ελληνικά και μάλιστα με καρπενησιώτικη προφορά.
"Από πού είσαι ρε φίλε;", τον ρωτάω.
"Σέρβος, αλλά γεννήθηκα στην Ελλάδα!".
"Και πώς κατάλαβες πως είμαι Έλληνας;"
"Απ' τον τρόπο που περπατάς!"
Χριστός κι Απόστολος! Τι έχει το περπάτημά μου; Άσε που είμαι τόσες ώρες καθιστός. Πού με είδε να περπατάω;
Όμως δεν το πολυσκέφτομαι. Πρέπει ν' αρπάξω την ευκαιρία απ' τα μαλλιά. "Αν θέλω δουλειά λέει; Σοβαρά μιλάς; Αλλά πού πάτε;". Η τελευταία ερώτηση ήταν το λάθος μου. Γιατί το πλοίο αυτό έκανε μπαμ πως χρειαζόταν άντρες. Και έπαιρναν όποιον έβρισκαν επί τόπου. 
"Εσύ πού θες να πας;", με ρωτάει. Αποφασίζω να του πω κάτι τρελό. "Στην Αίγινα!", του λέω.
"Παλλικάρι, είσαι πολύ τυχαιρό. Έχουμε φορτίο για τη Σουβάλα!".
Είναι προφανές πως αν του έλεγα πως πάω στην Αλάσκα ή στο Νότιο Πόλο θα μου απαντούσε με απόλυτη απάθεια πως ακριβώς εκεί πάνε...Το όνομα του πλοίου μετά δυσκολίας αχνοφαίνεται... Και είναι ελληνικό, με λατινικά γράμματα. "Kavos", δηλαδή "Κάβος"!

Δεν υπάρχουν σχόλια: