Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες... (Β’)

 

Από νωρίς το απόγευμα έριχνε τόνους νερού. Ένιωθα που ένιωθα δυστυχισμένος ως το κόκαλο, ήρθε κι  ο γαμόκαιρος και μ’ αποτέλειωσε. 
Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω σπίτι απόψε και να βλέπω θρύλο στο μπάσκετ. Φόρεσα τ’ αδιαβροχάκι και πετάχτηκα σ’ ένα γειτονικό μπαράκι, στον παράδρομο της Μιχαλακοπούλου.
Φοβόμουν μην το βρω κλειστό. Αλλά έκανα θετικές σκέψεις... Ας πούμε, σκεφτόμουν πως το μόνο που έχει απομείνει κάπως ανοιχτό στον κόσμο είναι το μουνί. Πόρτα ελπίδας...
Τελικά ήταν ανοιχτό. Μέσα όλοι κι όλοι τρεις πελάτες. Τους κόβω όλους για ψέκες σαν κι εμένα. Αποκλείεται να έχουν μπολιαστεί.
Ο πάγκος του μαγαζιού έχει μόνο το πάνω μέρος. Στηρίζεται σε κάτι ξύλινα ποδαράκια κι έτσι μπορείς να δεις άνετα την γκαρσόνα. Παραγγέλνω μπύρα από βαρέλι. Η καριόλα έχει βάλει τα ποτήρια της μπύρας στο τελευταίο ράφι πριν το πάτωμα. Έτσι, μετά από κάθε παραγγελία σκύβει και μας αποκαλύπτει έναν υπέροχο κώλο.
Και το κορμάκι της είναι για πιπίλισμα. Αλλά από μάπα χάνει σημαντκά. Σκέφτομαι πως είναι μεγάλη αδικία να ’σαι υποχρεωμένος να παρουσιάζεις ένα τέτοιο πρόσωπο και να κρύβεις, τρόπος του λέγειν, αυτό το υπέροχο κωλαράκι...
"Τι θα πιείς;", με ρωτάει.
Ένας απ’ τους τρεις θαμώνες πετάγεται σαν πορδή και φωνάζει... "Εσένα θα πιεί μανούλι μου, εσένα!".
Σχεδόν αμέσως ο ενοχλητικός τύπος έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Χωρίς να τον ρωτήσω αρχίζει να μου λέει τα "μυστικά" του μαγαζιού. Που φυσικά αφορούν την γκαρσόνα.
"Την έχει κρυφή γκόμενα το αφεντικό. Αλλά την αφήνει να κάνει παιχνιδάκι με τα πελατάκια. Σου λέει, αν τους δείξω πως είναι δικιά μου δεν θα κάθονται εδώ με τις ώρες σε τούτο το βρωμομάγαζο. Να πίνουν αυτό το νερόμπλασμα που το βαφτίζει μπύρα. Τώρα ελπίζουν και το πίνουν. Δηλαδή εκείνος γαμάει κι εμείς ελπίζουμε!"...
Παράξενη αναμένεται κι η αποψινή νύχτα...