Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Παντρολόγημα στα Εξάρχεια, μεσημέρι Θεοφανείων...

Αυτή τη γιορτή των Θεοφανίων ποτέ δεν τη χώνεψα! Πάντα μου την έδινε στα νεύρα. Δεν ξέρω γιατί...
Το πρωί που ξύπνησα δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Έφτιαξα καφέ σκέτο, διάβασα λίγο Νίτσε, έβαλα στην πλάτη μου το χακί σακίδιο και το ’κοψα ποδαράτο για Εξάρχεια.
Στο δρόμο ήθελα να γίνω πολύ κακός. Να κάνω τους ανθρώπους να υποφέρουν. Πέρασα απ’ τη Μονή Πετράκη, άνοιξα τις κάνουλες με το αγίασμα και τις άφησα να τρέχουν μέχρι ν’ αδειάσει το ντεπόζιτο. 
Λίγο πιο κάτω, στη Μαρασλή, δίπλα στον Ευαγγελισμό, έβαλα τρικλοποδιά σε μια χοντρή γύφτισσα. 
Και στη Δεξαμενή, στην καφετέρια που πριν 100 χρόνια έπινε το ρόφημά του ο Παπαδιαμάντης, άρπαξα απ’ τα χέρια ενός παππού την εφημερίδα του και το ’βαλα στα πόδια...
Έκατσα να πιω καφέ στον πεζόδρομο της Τσαμαδού, στα Εξάρχεια, απέναντι απ’ το Στέκι Μεταναστών.
Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια τύπισσα με το σκύλο της. Σίγουρα, λίγοι άντρες θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν στα βυζιά της...
Όσο για τόσο έχω το γνώθι σ’ αυτόν. Δεν είμαι απ’ τους άντρες που μόλις τους βλέπει μια γκόμενα μουσκεύει το καινούργιο της στριγκάκι!
Αλλά, με την πρώτη ματιά που ανταλλάξαμε, ο καθένας μας κατάλαβε για τον άλλον λάθος πράγματα.
Εκείνη με πέρασε για κούκλο και ματσώ! Κουλτουριάρη με υπέροχο κώλο! 
Της εξήγησα πως ο κώλος μου είναι σταφιδιασμένος, αλλά δείχνει τροφαντός επειδή οι κωλότσεπες είναι τίγκα απ’ τα φυλλάδια του καλοκαιρινού δημοψηφίσματος και ... ναι... φοράω το ίδιο παντελόνι απ’ τον Ιούλιο χωρίς να το πλύνω!
Εκείνη μου φάνηκε μια κλασσική γκόμενα κάποιας σέχτας του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από κείνες που βγάζουν δαχτυλίδια καπνού απ’ το μουνί τους.
Ήταν όμως μια απλή απελπισμένη κοπελίτσα που ήθελε επειγόντως να παντρευτεί. 
Η μάνα της την έβλεπε απλώς σαν ένα επιπλέον στόμα που έπρεπε να ταΐσει. Και τη συμβούλευε να βρει επειγόντως έναν πλούσιο άντρα, να του αφοσιωθεί και να παλέψει μια ζωή με νύχια και με δόντια μην τυχόν και τον χάσει!
Η πιτσιρίκα μπήκε κατευθείαν στο ψητό! 
Μου παρέθεσε όλα όσα θα απολαύσω έτσι και τη στεφανωθώ: "Θα σου κάνω κάθε πρωί τσιμπούκι, θα δείχνω πως το απολαμβάνω, το φαΐ θα ’ναι πάντα έτοιμο στην ώρα του, θα είμαι πάντα περιποιημένη, δεν θα με δεις ποτέ με μπικουτί, ο κώλος μου δεν θα μεγαλώσει μόλις κάνω παιδί, και τη μάνα μου θα τη δεις μόνο στο γάμο μας"...
Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει άλλαξε εκατό χρώματα. Προσφέρθηκα να την κεράσω. Διέκρινα στο πρόσωπό της μια διεστραμμένη χαρά που αντλούσε απ’ τη φτώχεια της...
Σκέφτηκα να της βάλω λίγο πιο δύσκολα: "Και πες πως παντρευόμαστε", της λέω, "και σου ρίχνω το πρώτο σκαμπίλι, πώς αντιδράς;". "Ένα σκαμπίλι δεν είναι τίποτα", μου απαντάει. 
"Και πες πως μπαίνεις σπίτι και με βρίσκεις καβάλα σε μια άλλη, τι κάνεις;". "Κλείνω την πόρτα και φεύγω! Κερδίζω χρόνο για να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μου. Αλλά κυρίως δεν σε χάνω, δεν σε χαρίζω στην άλλη"...
Προσπάθησα να το παίξω λίγο τρελός. Τους τρελούς όλοι τους φοβούνται. 
Έκανα πως σηκώνομαι να φύγω κάπως αγανακτισμένος. 
Πριν φτάσω στην πλατεία άκουσα τη φωνή της να μου λέει... "δεν πρόκειται να σε ξεκόψω απ’ τους φίλου σου κι έχω σκοπό να παραμείνω εικοσάρα για τα επόμενα τριάντα χρόνια"...

4 σχόλια:

BUTTERFLY είπε...

Ε μετα απο ολα αυτα....καλα στεφανα βρε!!!

Ψονθομφανήχ είπε...

Ε μα πια... μετά από τέτοια κλιμάκωση των προσόντων
δεν μένει τίποτ’ άλλο από κουφέτα και στέφανα!

akrat είπε...

αυτή η χρονιά είναι στεφανομένη

Ψονθομφανήχ είπε...

Kι ο γάμος θα γίνει στην κατάληψη του ΒΟΞ?