Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Εσύ κι ο γρύλος σου...

Αυτός δεν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Μπελάς ήταν! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα κάπως απ' την αρχή. 
Ερωτεύτηκα την "κόρη" μου. Μια φοιτήτρια. Αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι ερωτεύτηκα. 
Μάλλον τα 22 της χρόνια, την εύθραυστη εικόνα της, το απόμακρο βλέμμα της. Ίσως και τ' όνομά της: Λυγερή. Μου θύμιζε μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, ή μήπως κάνω λάθος τον συγγραφέα?
Η συμπεριφορά αυτής της μικρής ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Δεν είχε καμιά σχέση με τις κάργιες που μαύρισαν ως τώρα τη ζωή μου. Που συνέχεια γκρινιάζουν, απαιτούν, διαμαρτύρονται.
Όχι! Αυτή ήταν διαρκώς "απούσα". Της άρεσε να σωπαίνει. Κι αυτό το πακετάκι φάνταζε στα μάτια μου πολύ δελεαστικό. Αλλά γι' άλλη μια φορά έκανα λάθος. 
Αυτό που έκανε ήταν μια συγκροτημένη στρατηγική αποπλάνησης. Δεν ήταν "στάση ζεν" αλλά αβουλία. Ό,τι θεώρησα πάνω της ως "πρόωρη σοφία", δεν ήταν παρά αδιαφορία και παραίτηση...
Αλλά ας μην το φιλοσοφήσω άλλο. Τώρα είμαι σε κρίσιμη φάση. Την περιμένω από στιγμή σε στιγμή σπίτι μου κι έχω πάθει έναν ψιλοπανικό. Θέλω, αν όχι να την εντυπωσιάσω, τουλάχιστον να μην γελοιοποιηθώ.
Κρύβω βιαστικά το βιβλιάριο καταθέσεων στον κάδο του πλυντηρίου. Αυτός ο λογαριασμός έχει υπόλοιπο 0,03 ευρώ κι έχει να κινηθεί κάτι χρόνια.
Προσπαθώ να πείσω τις οικόσιτες κατσαριδούλες και τα ποντικάκια μου να μην εμφανιστούν απόψε. Να μείνουν όλη νύχτα κρυμμένα στις φωλίτσες τους, κι εγώ θα τα ανταμείψω τις επόμενες μέρες με έξτρα ζαχαρίτσα και τυράκι.
Χώνω ένα παλιό και χαλασμένο σι-ντι-πλέιερ κάτω απ' τον καναπέ και βάζω μια μεγάλη πολυθρόνα μπροστά στη ρωγμή του τοίχου.
Σκέφτομαι να κατεβάσω απ' τους τοίχους τις αφίσες του Θρύλου, που θυμίζουν μάλλον εφηβικό δωμάτιο παρά σπίτι ενός σοβαρού πενηντάρη. Αλλά το μετανιώνω γιατί δεν βρίσκω κάδρο στα ίδια μέτρα που να κρύβει τη στάμπα στον τοίχο. Θα της πω πως τις έβαλε το ανηψάκι που δεν έχω.
Κάνω ένα γρήγορο ξεσκαρτάρισμα στο ψυγείο. Πετάω ένα σάπιο λάχανο και ένα βαζάκι με κέτσαπ που απ' την πολυκαιρία έχει πάρει μια απαίσια πράσινη όψη. Τ' αυγά είναι του περασμένου μήνα, αλλά ελπίζω να μην θέλει ομελέτα.
Κάνω και μια γρήγορη αναδιάταξη της βιβλιοθήκης. Βάζω φόρα παρτίδα τα άπαντα Λένιν, να φανώ λίγο ψαγμένος και κουλτουριάρης, και παραχώνω τα πλέι-μπόυ και τις αθλητικές.
Το μπάνιο δεν προλαβαίνω να το σιγυρίσω. Ο θεός βοηθός...
Το κουδούνι χτυπάει.
Με πιάνει κάτι σαν ίλιγγος. Ξαφνικά θυμάμαι την ωμοπλάτη που έχει πιαστεί, το γόνατο που εδώ και καιρό με πονάει, την υπερφορολόγηση, την εργασιακή ανασφάλεια, τους απλήρωτους λογαριασμούς, την πρόωρη εκσπερμάτωση, τον κομήτη του Χάλεϊ που όπου να' ναι θα ξανάρθει.
Πάει να με πιάσει κρίση πανικού.
Ανοίγω την πόρτα και την βλέπω σαν ολόλαμπρο ήλιο που ήρθε να φωτίσει τη μίζερη ζωή μου.
"Γαμήσου κι εσύ κι γρύλος σου", της λέω. Και της κοπανάω την πόρτα στα μούτρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: