Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Άλλη μια Πρωτοχρονιά... πουτάνα!

Πολύ παράξενη ήταν για μένα η τελευταία μέρα του χρόνου. Η κορυφή του Υμηττού χιονισμένη, η διάθεση πεσμένη και στο καπάκι μια κηδεία όχι από κείνες που πας μόνο για κοινωνικούς λόγους...
Νωρίς το μεσημέρι σκάει τηλέφωνο. Κάτι γνωστοί, φίλους δεν τους λες, έχουν φτιάξει μια λαϊκή κομπανία και θα τραγουδήσουν για ρεβεγιόν κάπου στη Θεσσαλία. Στη "Νέα Ορλεάνη του κάμπου". Σ’ ένα μαγαζί που μου το περιέγραψαν ως "λαϊκό μπουζουξοκωλάδικο". Με κάλεσαν να πάω μαζί τους με το φορτηγάκι. Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω και δέχθηκα.
Λίγο αργότερα κάνω το λάθος και το λέω στη Σ. Μια φοιτήτρια απ’ την επαρχεία που ουσιαστικά δεν σπουδάζει αλλά μένει στην Αθήνα ως "συλλέκτης εμπειριών", όπως δηλώνει. 
Μόλις το άκουσε πέταξε τη σκούφια της. Με θερμοπαρακάλεσε να την πάρω μαζί μας. Ορκιζόταν πως δεν θα μας πρήξει τ’ αρχίδια, δεν θα παραπονεθεί για τίποτα, δεν θα απαιτήσει τίποτα. Την πήραμε...
Φύγαμε μόλις άρχιζε να νυχτώνει. Οι τρεις απ’ τη μουσική κομπανία μπροστά, και στην κλειστή καρότσα του ημιφορτηγού εγώ, η Σ. κι ένας που έπαιζε μπαγλαμά. Το κρύο τσουχτερό. Ήμασταν ντυμένοι σαν Εσκιμώοι.
Ο τύπος με τον μπαγλαμά βγάζει κάτι χαρτάκια κι ετοιμάζει μαύρο. Το πασάρει και σε μένα αλλά αρνούμαι. Η Σ. το αρπάζει λαίμαργα. Ξέρω πως δεν το ’χει και την κοιτάζω άγρια. "Λίγο μόνο, σε παρακαλώ", μου λέει.
Ο τυπάς χαλαρώνει κι αρχίζει να κάνει προπόνηση για το βράδυ...
Στη τζιβάνα δώσε βάση
το τσιγάρο μη χαλάσει
δως μου μια μικρή τζουρίτσα
κι ας τη βρούμε βρε μανίτσα.
Τζίβα δώσε μου ρε βλάμη
να στα κάνω όλα χαρμάνι...
Τη Σ. την "έπιασε" αυτή η μαλακία κι έπαθε ντάγκλα. Τα μάτια της έκλειναν, το κεφάλι της έπεφτε σαν παράλυτο, έχανε επικοινωνία με το περιβάλλον κι απ’ το υποσυνείδητό της απελευθερώνονταν ένα σωρό τρελά πράγματα. Σίγουρα δεν ξεκινήσαμε καλά. Αλλά δεν θα πω περισσότερα.
Κάποια ώρα φτάνουμε. Ένα μαγαζί σκέτη παρακμή. Η ορχήστρα αποφασίζει να κάνει μια γενική πρόβα. Οι μαλάκες οι δικοί μου δεν ξέρω τι είχαν πιει ή καπνίσει, αλλά ήταν φευγάτοι. Με πολύ ενέργεια κι απίστευτη διάθεση για χαβαλέ. "Το πρώτο τραγουδάκι θα το αφιερώσουμε στον θεολόγο της παρέας", λέει ο τραγουδιάρης και δείχνει εμένα.
Βρε παπαδιά, βρε παπαδιά
πώς μαστουριάζεις τον παπά
και σου τον χώνει πιο βαθιά.
Βρε παπαδιά, βρε παπαδιά
κάνε μια πίπα του παπά
για να τα ψέλνει πιο καλά.
Αλλά κι εγώ δεν είμαι παιδάκι που ψαρώνει εύκολα. Αμέσως ταιριάζω ένα στιχάκι: "Άμα σε τρώει ο πισινός, σκύψε και ξυσ’ τον μοναχός, γιατί φωνάζω τον παπά που ’χει πούτσο σαν ατσάλι κι ολοκόκκινο κεφάλι"!
Σε λίγο έρχεται και το "μπαλέτο". Ένα μάτσο μουνιά, κώλοι και μπούτια για άμεση κατανάλωση. Με πολλά ένσημα στο κονσομασιόν. 
Κάθομαι και το φιλοσοφώ λίγο. Αυτά τα κωλαράκια θα τα φάει που θα τα φάει το χώμα, ας τα δουλέψουν τώρα που ’χουν πέραση, να τα κονομήσουν και λίγο. Αυτές οι κοπέλες, γαμηθούν δε γαμηθούν, πουτάνες θεωρούνται. Ανοίγουν που ανοίγουν τα πόδια τους, ας τ’ ανοίξουν και για τους πελάτες. Πέντε πάνω πέντε κάτω δεν αλλάζει κάτι. Ταμείο να γίνεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: