Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Μια λεπτή γυναικεία μεμβράνη μάς χωρίζει απ’ τον Θεό!

Άρχισα να καπνίζω μαζί της διάφορα απαγορευμένα τσιγαράκια. Εκείνη έστριβε με μανία, το ένα μετά το άλλο, κι έπινε όλα τα υγρά και τα οινοπνεύματα...
"Μόνο εσύ με κάνεις να ανοίγομαι σαν τρελαμένο τριαντάφυλλο", έλεγε.
Δεν είμαι σίγουρος γιατί έχουμε πάψει να 'μαστε μαζί. Εγώ την έσπρωξα να φύγει? Εγώ έφυγα κι εκείνη δεν μ' έψαξε? Ή μήπως εκείνη δεν ήρθε ποτέ?
Ώρες-ώρες σκέφτομαι μήπως αυτή η γυναίκα δεν υπήρξε ποτέ. Μήπως είναι ένα ακόμα δημιούργημα της φαντασίας μου. 
Αλλά μήπως σε τούτο δω το κρεβάτι δεν της έσκιζα τα ρούχα, δεν την αγκάλιαζα γυμνή και να καίει, να σπαρταράει σα να έκανα έρωτα σε ηδονισμένα κύματα?
"Τον έρωτα πρέπει να τον ζεις μ' όλο τον θάνατο που κουβαλάει", μου γραφε στα σημειώματα που άφηνε στο τραπέζι πριν φύγει αξημέρωτα...
Αλλά μήπως κάπως έτσι δεν έσμιγαν τα κορμιά μας? Εμείς το σμίξιμο δεν το ζούσαμε σαν τη γαλήνη του εμβρύου στη θαλπωρή της μήτρας, αλλά σαν ομοίωμα θανάτου...
Εμείς ήμασταν δοσμένοι κι όχι ερωτευμένοι. Μπορεί το ποτό να μας λύγιζε τα γόνατα αλλά ήμασταν το πιο αστραφτερό ζευγάρι όπου κι αν πηγαίναμε.  
Τ' άλλα ζευγάρια φιλιόντουσαν, χαϊδεύονταν στ' απόκρυφά τους με μάτια ιδρωμένα απ' τον πόθο, αλλά μόνο εμείς ζούσαμε μεθυστικές καταστάσεις, βυθισμένοι στον κανιβαλικό διονυσιασμό... 
"Μονάχα ο έρωτας κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους!", έγραφε με σπρέι στους τοίχους.
"Ποιος έρωτας?", τη ρωτούσα.
Και μου ξανάλεγε την ιστορία ενός καλόγερου ερημίτη, που την αναφέρει ο Καζαντζάκης. "Μετά από τριάντα χρόνια κλεισμένος στο κελί μου με προσευχές και νηστείες, μόνο προχθές που κατέβηκα για πρώτη φορά στην πόλη να ψωνίσω ένιωσα να βρίσκω το Θεό όταν έκανα έρωτα με τη γυναίκα που της χτύπησα την πόρτα για να ζητήσω νερό"...
Η πίστα του κλαμπ άχνιζε απ' τον ιδρώτα των όρθιων στοιβαγμένων κορμιών. Σαν απεγνωσμένοι ναυαγοί χόρευαν με τα χέρια υψωμένα να τους δουν τα περαστικά καράβια. 
Ένας προβολέας άναψε, έκανε τον γύρο της αίθουσας και σταμάτησε ακριβώς πάνω της καθώς λικνιζόταν. Εκείνη με τρεις κινήσεις πέταξε το μπλουζάκι της, γύμνωσε τα στήθη της κι έμεινε ημίγυμνη μέσα στην κόκκινη δεσμίδα του προβολέα.
Τα πλήθη ούρλιαξαν, κορμιά σφάδαζαν, σαμπάνιες εκσφενδονίζονταν...
Η στύση μου έφτασε σε εξοντωτικό αποκορύφωμα. Με καύλωνε αφάνταστα η ιδέα πως απόψε πολλοί θα τον παίξουν φαντασιωνόμενοι τα βυζιά της γκόμενάς μου.
Ούτε κατάλαβα πώς βρεθήκαμε στις τουαλέτες μ' έναν άγνωστο τρίτο. 
Καρφώθηκε πάνω του βγάζοντας ένα ουρλιαχτό. Με τράβηξε πίσω της, τον πήρε μέσα της βαθιά, ένιωσα τα όργανά μας να αγγίζονται μέσα της, καθώς τα χώριζε μόνο μια λεπτή σάρκινη μεμβράνη...
Ένιωσα, ως δια μαγείας, να ξεπερνάμε όλα τα πανάρχαια ταμπού. Να επανασυνδεόμαστε με τη χαμένη αθωότητα του ανθρώπινου είδους...

Δεν υπάρχουν σχόλια: