
Πρέπει να το παραδεχτώ: έχω πολλές και τρελές εμμονές. Η σημαντικότερη ίσως είναι πως δεν ανέχομαι τη σπατάλη.
Να σας πω ένα παράδειγμα. Όταν σπούδαζα σε μια σχολή της Πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου οι φύλακες, επιστάτες κ.λπ. ήταν εντελώς καραπουτσακλάδες. Άναβαν το πρωί τα φώτα και τα καλοριφέρ και ξεχνούσαν να τα κλείσουν. Εγώ κάθε απόγευμα γύρναγα ένα-ένα τα αμφιθέατρα, έκλεινα τα φώτα και κατέβαζα τους διακότες της κεντρικής θέρμανσης.
Τότε όλοι με κορόιδευαν. Αλλά ήρθε η κρίση και τα μνημόνια, το πανεπιστήμιο δεν είχε λεφτά για πετρέλαιο κι εμείς το καταχείμωνο γράφαμε εξετάσεις κι από το κρύο δεν μπορούσαμε να πιάσουε τα στυλό!
Ένα καλοκαίρι είχαμε πάει για διακοπές στην Ύδρα. Το ξενοδοχείο είχε κάθε πρωί μπουφέ. Βλέπω έναν τύπο να γεμίζει το πιάτο του ως τον ουρανό και να κάθεται στο τραπέζι του.
Δεν με νοιάζει αν κάποιοι είναι πολύ φαγανοί. Γούστο τους και καπέλο τους. Αλλά να το φάνε το φαϊ τους κι όχι να το πετάξουν. Αυτό με τρελαίνει. Οπότε τον πλησιάζω κι αρχίζει το λακριντί.
"Συγγνώμη, κύριε, θα τα φάτε όλα αυτά;"
"Και τι σε νοιάζει εσένα ρε; Λογαριασμό θα σου δώσω? Κοίτα τη δουλειά σου!"
"Δε θα σε ξαναρωτήσω! Απάντησέ μου αν θα τα φας όλα αυτά. Με ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ"
"Θα φάω όσα γουστάρω και τα άλλα θα τα πετάξω! Το φαϊ σου τρώω ρε μαλάκα πρωινιάτικα;"
"Θα τα πετάξεις;". Εκεί ήταν που φούντωσα. Τον αρπάζω απ' τον σβέρκο, του χώνω τη μούρη στο πιάτω και του λέω: "Θα φας και το τελευταίο ψίχουλο ρε καριόλη, αλλιώς σε γάμησα!"
Να μην τα πολυλογώ, επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και το επεισόδιο έληξε εκεί.
Αλλά, δεν ξέρω πώς, η φάση διαδόθηκε ταχύτατα σε όλο το νησί. Φυσικά με μπόλικη σάλτσα και φαντασία.
Μέχρι να φύγουμε απ' την Ύδρα, όλοι με φώναζαν "Αλογοσκούφη". Να θυμήσω πως Αλογοσκούφη έλεγαν τον Υπουργό Οικονομικών εκείνη την εποχή...